Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε χρόνια κρίση. Στη Γερμανία το SPD είναι καθηλωμένο σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά μεταξύ 20-25% –μόνη προοπτική, η συμμετοχή ως μικρότερος εταίρος σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ. Η Γαλλία με τον Ολάντ δεν καταφέρνει να ορθοποδήσει, η Ιταλία με τον Ρέντσι εξελίσσεται στον νέο «μεγάλο ασθενή» της Ευρώπης. Τον τίτλο αυτόν είχε η Γερμανία πριν από 20 χρόνια. Τότε που ο Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο Γιόσκα Φίσερ με την κυβέρνηση SPD – Πρασίνων πέρασαν την «Ατζέντα 2010», το μεγαλύτερο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα στη Γερμανία. Στο διάστημα 1999-2004 έγιναν ευρύτατες αλλαγές στο εργασιακό, στο ασφαλιστικό, στα κοινωνικά ταμεία, στην εκπαίδευση. Στο μεταξύ υπάρχουν πάνω από 80 αξιολογήσεις.

«Η “Ατζέντα 2010” είναι μία από τις βασικές αιτίες για την οικονομική ισχύ που έχει σήμερα η Γερμανία» είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Αννα Διαμαντοπούλου, που έκανε για ένα εξάμηνο τη δική της αξιολόγηση στο πλαίσιο προγράμματος του Ιδρύματος Robert Bosch.

Το κοινωνικό αποτέλεσμα, προσθέτει η Διαμαντοπούλου, είναι ότι άλλαξε η κουλτούρα στην αγορά εργασίας, «οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν δουλειά, ενώ παλιότερα πολλοί ζούσαν με επιδόματα». Σήμερα που η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία άλλαξαν πολλές σταθερές του παρελθόντος, η Γερμανία δημιουργεί συνεχώς θέσεις εργασίας, ενώ η ανεργία στις γειτονικές χώρες είναι πάνω από 10%.

Το πολιτικό αποτέλεσμα της «Ατζέντας» ήταν η διάσπαση των Σοσιαλδημοκρατών και η ισχυροποίηση του Λίνκε αριστερά του SPD. Ενώ η Χριστιανοδημοκράτισσα Ανγκελα Μέρκελ ενσωμάτωσε θετικά τη μεταρρύθμιση, «το SPD δεν υποστήριξε τη μεταρρύθμισή του και εγκλωβίστηκε», λέει η Διαμαντοπούλου.

Αυτό είναι και ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα της γερμανικής εμπειρίας με ευρύτερη ισχύ. Οταν οι Σοσιαλιστές δεν υπερασπίζονται τις μεταρρυθμιστικές τους επιλογές, χρεώνονται τα αρνητικά ενώ καρπώνονται τα θετικά οι αντίπαλοί τους.

Σήμερα; «Η διαχωριστική γραμμή του μέλλοντος μεταξύ προοδευτικών – συντηρητικών δεν θα είναι οι γνωστοί “-ισμοί” του παρελθόντος» λέει η Αννα Διαμαντοπούλου. «Θα είναι πολυπολιτισμικότητα ή όχι, Ευρώπη ή όχι, εθνική κυριαρχία ή ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Κοινοβουλευτισμός με τη μορφή που μέχρι τώρα γνωρίζαμε ή όχι». Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε «βαθιά σύγχυση, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις, να βρει το κοινό που απευθύνεται». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δίλημμα: εργασία ή κοινωνικό κράτος; «Εάν δοθεί προτεραιότητα στην εργασία, θα πρέπει να αναζητηθεί άλλος τύπος απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και προσέλκυσης επενδύσεων» λέει η Διαμαντοπούλου. «Αν επιλεγεί η διατήρηση του κοινωνικού κράτους όπως έχει σήμερα, πρέπει να δοθεί απάντηση στο πρόβλημα χρηματοδότησης και του δημογραφικού».

Η ίδια πιστεύει ότι σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική γλώσσα είναι «δουλειές, δουλειές, δουλειές. Η διανομή του παραγόμενου πλούτου έπεται. Προηγείται η παραγωγή του πλούτου».

Το ταξίδι στη Γερμανία

Η Αννα Διαμαντοπούλου βρέθηκε για ένα εξάμηνο στη Γερμανία, σε πρόγραμμα του Ιδρύματος Robert Bosch, με πολιτικές προσωπικότητες όπως ο τούρκος πρώην υπουργός Κεμάλ Ντερβίς, ο συνεργάτης του Ομπάμα, Φιλ Γκόρντον, επιστήμονες και πολιτικοί από Ιαπωνία, Ινδία, Γαλλία. Το πρόγραμμα περιελάμβανε επισκέψεις σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, συναντήσεις με πολιτικές προσωπικότητες, βουλευτές της Μπούντεσταγκ, πρωθυπουργούς κρατιδίων, διαλέξεις όπως στο Ινστιτούτο Ifo του Μονάχου. «Ηταν δύσκολο και απαιτητικό κοινό», λέει, στις επαφές της ήταν όλοι «διαβασμένοι» για την Ελλάδα.

Τι προβλέπουν γερμανοί πολιτικοί γιατη χώρα μαςτο 2018

Κατά τις επαφές και συζητήσεις επί ένα εξάμηνο με τους γερμανούς πολιτικούς η Αννα Διαμαντοπούλου διαπίστωσε ότι μεταξύ τους επικρατούν δύο τάσεις με ορίζοντα το 2018: Οι μεν πιστεύουν ότι θα γίνει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Οι δε περιμένουν Grexit. «Δεν βρήκα έναν που να θεωρεί ότι θα βγει το πρόγραμμα» λέει χαρακτηριστικά. Το ελληνικό πρόβλημα απλώς μετατέθηκε για να αντιμετωπιστούν άλλες προτεραιότητες (Brexit, εκλογές σε Γερμανία, Γαλλία το 2017). Αλλά η υπερφορολόγηση καθιστά την Ελλάδα «απολύτως εχθρική για νέες επενδύσεις», ενώ η ίδια η Ελλάδα έχει δώσει δείγματα χώρας που δεν προχωρά σε μεταρρυθμίσεις. Συμπέρασμα; «Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραμέτρων είναι εκρηκτικός».

Την ώρα που συντελούνται ιστορικές αλλαγές «η Ελλάδα συζητά για το μπόνους και το εκλογικό σύστημα» σημειώνει για τη μεταρρύθμιση με έντονη δόση απογοήτευσης η πρόεδρος του Δικτύου. Με την εμπειρία της και στη Γερμανία, διαπιστώνει ότι «η Ελλάδα γίνεται όλο και πιο εσωστρεφής» και ταυτόχρονα υποφέρει από «τεράστια υποβάθμιση του πολιτικού δυναμικού που δεν μπορεί να σταθεί σε κανέναν χώρο όπου η χώρα πρέπει να διαπραγματευτεί τα συμφέροντά της και να θέσει τα ζητήματά της».