Οι περισσότεροι από μας έχουν χτυπήσει ένα «βρώμικο» σε κάποια καντίνα της πόλης ύστερα από ξενύχτι. Πολλοί μάλιστα έχουν την αγαπημένη τους που επισκέπτονται ξανά και ξανά. Οι τροχοφόρες καντίνες δίνουν στους ιδιοκτήτες τους την ελευθερία να μετακινούν το στέκι τους από σημείο σε σημείο, συνήθως πριν από την ώρα για φαγητό και όχι κατά τη διάρκειά της. Ομως η Κινούμενη Καντίνα στην Πορτογαλία άλλαξε λίγο τα δεδομένα: όπως αναφέρει το περιοδικό «Runner’s World», αντί να τρέχει να βρει πελατεία, η καντίνα ζητά από τους πελάτες να τρέξουν οι ίδιοι δίπλα της προκειμένου να πληρώσουν για το γεύμα τους.

Η Πορτογαλία έχει έναν από τους υψηλότερους δείκτες παχυσαρκίας στην Ευρώπη. Ετσι η τοπική Ενωση κατά της Παχυσαρκίας διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να ενημερώσει το κοινό πόσο χρειάζεται κανείς να τρέξει για να κάψει ένα γεύμα με πολλές θερμίδες, όπως αυτά του φαστ-φουντ. Για να παραγγείλουν ένα τσίζμπεργκερ, οι πελάτες έπρεπε προηγουμένως να περπατήσουν 5,4 χλμ. ή να τρέξουν 4,3. Αν ήθελαν κέτσαπ σ’ αυτό, έπρεπε να κάνουν άλλα 500 μ. Για ένα κομμάτι πίτσα η τιμή ήταν 5,2 χλμ. τρέξιμο ή 6,6 χλμ. περπάτημα, για μία μερίδα κοτομπουκιές 2,4 χλμ. τρέξιμο/3 χλμ. περπάτημα και για ένα ποτήρι αναψυκτικό 1,4 χλμ. τρέξιμο/1,7 χλμ. περπάτημα. «Σιγά μην έτρεχα πέντε χιλιόμετρα για ένα μπέργκερ» θα έλεγε ίσως κάποιος. Κι όμως η Κινούμενη Καντίνα δεν είχε καμία έλλειψη από πελάτες. Την πρώτη μέρα που άνοιξε, μέσα σε λίγες μόνο ώρες είχε «πουλήσει» 20 τσίζμπεργκερ, 32 κομμάτια πίτσα και 50 αναψυκτικά. Τα έσοδά της ήταν οι περίπου 23.000 θερμίδες που έκαψαν οι πελάτες!

Η Κινούμενη Καντίνα λειτούργησε πειραματικά ως μέσο ενημέρωσης για την παχυσαρκία. Ομως στη Λισαβόνα σχεδιάζεται ήδη να πάρει τους δρόμους σε μόνιμη βάση!