Βράδυ Ιουλίου με δροσιά και με πανσέληνο, εκεί όπου εκβάλλει η οδός Γκύζη στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Στη μία γωνία, κατάστημα γυναικείων εσωρούχων. Στην απέναντι γωνία, πρατήριο με απορρυπαντικά και πάνες σε γιγάντιες συσκευασίες, να πλένεις και να αλλάζεις μέχρι τη συντέλεια όχι του κόσμου, του εαυτού σου. Δίπλα μια καφετέρια – στέκι ταξιτζήδων, ο φρέντο στο ένα ευρώ, η μπίρα ομοίως, το ουίσκι –ποτέ μπόμπα –συνδυάζεται έξοχα με γύρο πίτα από το παρακείμενο σουβλατζίδικο. Ελάχιστοι πεζοί, περισσότερες κατσαρίδες. Περπατώ μιλώντας στο κινητό. Μόλις τους διακρίνω, το κλείνω και κρύβομαι πίσω από ένα περίπτερο ώστε να τους παρατηρήσω αθέατος.

Εκείνος πάνω από εβδομήντα. Χαμηλός, στρογγυλός, κοτσονάτος. Φοράει λευκή φανέλα με τιράντες και από κάτω κάτι ανάμεσα σε μαγιό, βερμούδα και παλιομοδίτικο σώβρακο σε χρώμα βυσσινί. Τα κλειστά παπούτσια και οι ψηλές του κάλτσες προσθέτουν στην αμφίεσή του κάτι το ορειβατικό.

Εκείνη δύο, ίσως και τρεις δεκαετίες νεότερή του. Ψηλή, νταρντάνα, με καμπύλες που αναβλύζουν από ένα λεοπάρ παρεό, ο τύπος της γυναίκας που οι παλιοί Ελληνες θα αποκαλούσαν στα νιάτα της «τσολιά». Μόνο που η συγκεκριμένη δεν είναι από την Ελλάδα. Το μελαψό της δέρμα, τα κατσαρά μαλλιά της παραπέμπουν σε Βόρεια Αφρική.

Πώς βρέθηκαν στον δρόμο τέτοια ώρα; Επιστρέφουν από την παραλία ή από κάποιο ουζερί; Το ζήτημα είναι ότι ο κύριος βγάζει απ’ την τσέπη του ψηφιακή κάμερα κι αρχίζει να τη φωτογραφίζει. Η κυρία ποζάρει μοιραία, αισθησιακά, αγκαλιάζει τον στύλο της ΔΕΗ, σκύβει στηριζόμενη στα καγκελάκια που είχε τοποθετήσει κάποτε ο δήμαρχος Αβραμόπουλος ώστε να αναδειχτεί το ντεκολτέ της. Τα αυτοκίνητα περνάνε δίπλα τους, μα αμφότεροι αδιαφορούν τελείως. Και διαδήλωση να κατέβαινε τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, δεν θα ίδρωνε το αφτί τους.

Ο κύριος δεν μοιάζει ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Κάτι του λείπει στην ατμόσφαιρα. Ξαναχώνει το χέρι στην τσέπη –πόσα χωράνε άραγε μέσα στο μαγιό – βερμούδα – σώβρακό του; –και αλιεύει ένα τρανζιστοράκι. Πιάνει σταθμό με ξένη μουσική. Η κυρία μπαίνει ακαριαία στο κλίμα. Αρχίζει να λικνίζεται σάμπως να βρίσκεται σε ντισκοτέκ της δεκαετίας του ’70. Ο κύριος την τραβάει τώρα παθιασμένα, δευτερόλεπτο και πόζα, την πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής, απομακρύνεται ύστερα για ένα πιο γενικό πλάνο, τεντώνεται, λυγίζει, δεν έχει πλέον ηλικία, είναι το αιώνιο –μαγεμένο απ’ τη γυναίκα –αρσενικό.

Η κυρία τού γνέφει να τη συνοδέψει σε ένα έξαλλο ροκ εντ ρολ. Ο κύριος όμως διστάζει –πώς θα αφήσει την κάμερα; -, πρέπει να απαθανατίσει τις στιγμές κι ας μην τις δει πότε κανείς εκτός από τον ίδιον. Νιώθω την παρόρμηση να ξεπροβάλω πίσω από το περίπτερο ως αυτόκλητος φωτογράφος –«χορέψτε εσείς και, έννοια σας, εγώ θα σας βγάζω!» να τους πω. Συγκρατούμαι. Μέσα στον πιο δημόσιο χώρο ζούνε στιγμές απόλυτα ιδιωτικές.

Τους φαντάζομαι αργότερα σε παλιομοδίτικο διαμέρισμα της Ιπποκράτους. Το κουδούνι να γράφει «πυραγός εν αποστρατεία». Τα έπιπλα στο σαλόνι να ‘ναι βαριά, αγορασμένα πριν από μισό αιώνα από τη σύζυγό του. Το ίδιο και τα μπιμπελό και οι θαλασσογραφίες στους τοίχους και οι πορσελάνες στο σύνθετο που η νέα κυρία του σπιτιού θα λαχταρούσε –μα θεωρεί ασέβεια –να σαρώσει.

Ο κύριος στον καναπέ, τα πόδια του μέσα σε τσίγκινη λεκάνη με χλιαρό νερό, ανακουφιστικότατο πριν από τον ύπνο. Εκείνη πλάι του ανανεώνει το μανικιούρ της. Η τηλεόραση στο βουβό μισοφωτίζει τον χώρο. Ο ανεμιστήρας γουργουρίζει.

Η σύζυγος έχει πεθάνει. Τα παιδιά σκορπίσανε. «Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» θα έπρεπε κανονικά να αναρωτιέται καθώς τη βλέπει να κατευθύνεται σεινάμενη – κουνάμενη προς την κουζίνα, να ανακατέψει το κουσκούς με κρέας και μπαχαρικά που έχει στην κατσαρόλα. «Πώς ήταν η παλιά ζωή μου;» απορεί αντιθέτως. Κι όλο το παρελθόν του, πριν να τη γνωρίσει, του φαίνεται σαν ένα αβάσταχτα βαρετό όνειρο.