Είναι μία λέξη που, από τότε που την πρωτοάκουσα, μου δημιούργησε το αίσθημα της απώθησης. Και ηχητικά αλλά και νοηματικά. Τσαμπουκάς. Μου έκανε ότι είχε κάτι αγοραίο που ευτέλιζε την έννοια στην οποία αναφερόταν. Ισως πάλι και να μη μου πολυάρεσαν αυτοί που την χρησιμοποιούσαν. Οπως και να είναι, κατέληξε να υποδηλώνει για μένα την επίφαση αυτού που εννοεί.

Την ανακαλώ σήμερα καθώς διαπιστώνω, σε αυτό που ζούμε τους τελευταίους μήνες, την αναγωγή της σε αρχή και αξία. Με αφορμή, για παράδειγμα, την αναπαραγωγή από αντιρατσιστικό και υποτίθεται αντισυστημικό σάιτ των «τσαμπουκαλεμένων» αναρτήσεων του κυβερνητικού «αρχιτσαμπουκά» Παύλου Πολάκη. Μόνο που ο τσαμπουκάς δεν είναι ούτε λεβεντιά ούτε μαγκιά ούτε γροθιά στα μούτρα του κατεστημένου. Είναι η λεοντή του θρασύδειλου, ειδικά όταν εφαρμόζεται με τις πλάτες της εξουσίας. Οπως και το μπάχαλο, είτε των No Βorders όταν τα κάνουν γυαλιά καρφιά στο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης είτε των κυρίων και κυριών των Εξαρχείων που κατεβάζουν τον κόσμο από τα τρόλεϊ για να τους βάλουν φωτιά, δεν είναι επανάσταση. Είναι κρίση και ξέσπασμα κωλοπαιδισμού. Γιατί δεν έχει όραμα αλλά εγωκεντρικό συμφέρον. Δεν έχει ιδεολογία, μόνο ιδεολογικό ναρκισσισμό.

Ο τσαμπουκάς της παραβατικότητας δεν είναι απελευθέρωση, είναι σκλαβιά. Γιατί μαγκιά δεν είναι να παραβαίνεις τους νόμους. Ούτε καν να τους αλλάζεις ελέω μιας οριακής και ευκαιριακής πλειοψηφίας. Είναι να αγωνίζεσαι, στα πλαίσια της δημοκρατίας, για να αλλάξουν. Κάπως έτσι, όταν ανοίγει ο κυβερνητικός παράδρομος του τσαμπουκά οδηγεί ντουγρού στη λεωφόρο της πολιτικής παρακμής.