Η παρακμή μιας συνομοταξίας της εγχώριας δημοσιογραφίας προηγείται ενίοτε ακόμη και των κυβερνώντων –όσο κι αν οι τελευταίοι γκαζώνουν στον κατήφορο.

Ζουρλοί μπλόγκερ χωρίς μύτη και χαρτζιλικωμένες ανεμοδούρες της 24ωρης ενημέρωσης –μαζί με διάφορους ξεκούτηδες των social media αλλά και τον αφρό μπίρας μιας παρωχημένης «αριστερής» δημοσιογραφίας –επιμένουν να συκοφαντούν «ΤΑ ΝΕΑ» για διάφορα θέματα που τάχα χάσαμε στην έντυπη έκδοση. Είναι κάτι που γίνεται κατ’ επάγγελμα –παρότι κάποιες δουλειές είναι ντροπή -, αφήστε που στα ΜΜΕ όλα είναι δημόσια. Δηλαδή, βγάζουν μάτι. Είναι επίσης προφανές ότι όλα αυτά αποσκοπούν στο να εξυπηρετήσουν νεοεισερχομένους στην αγορά των ημερήσιων εφημερίδων –που καλώς να έλθουν.

Με την ευκαιρία και σε πείσμα του γνωστού επαρχιωτισμού διαφόρων που παρασιτεύουν στον ευρύτερο δημοσιογραφικό χώρο, αντί να γίνουν σερβιτόροι ή ταξιτζήδες –τίμια επαγγέλματα -, ας επισημανθεί και το εξής: ούτε η «Monde», ούτε η «Figaro», ούτε η «Liberation», ούτε οι «Financial Times» –η λίστα σταματά για να μην κουράσει –είχαν το πραξικόπημα στην Τουρκία στις εκδόσεις του Σαββάτου. Oχι, βέβαια, γιατί τους ξέφυγε.

Οι εφημερίδες με μεγάλα τιράζ δεν σταματούν την εκτύπωση ούτε φέρνουν πίσω τα φορτηγά ή σταματούν τα αεροπλάνα μέσα στη νύχτα. Κι αυτό γιατί πρέπει να είναι στην ώρα τους στο περίπτερο το πρωί, αλλά και γιατί δεν έχει νόημα να αποτυπώσουν μια ειδησεογραφική εικόνα που σε μερικές ώρες μπορεί να έχει αλλάξει. Στην εποχή του Διαδικτύου, οι έντυπες εκδόσεις των μεγάλων εφημερίδων συνυπάρχουν χωρίς συμπλέγματα με τις ηλεκτρονικές, οι οποίες ανανεώνονται ανά λίγα λεπτά και μπορούν καλύτερα να αποτυπώσουν ρευστές καταστάσεις. Το μιντιακό κοινό το ξέρει και παρακολουθεί μανιωδώς σε υπολογιστές και κινητά τις εκδόσεις Web, αγοράζοντας πιστά στο περίπτερο τις έντυπες εκδόσεις –οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, συνήθως δεν υφίστανται κυκλοφοριακές απώλειες σε τέτοιες περιπτώσεις.

Εν πολλοίς, η εκδίκηση της λουζεριάς είναι πιάτο που δεν τρώγεται γιατί είναι ξινισμένο. Aρα, ασκόπως σερβίρεται.