Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την ίδρυση των κρατών από τους διαδόχους του δημιουργήθηκαν μεγάλες πολυάνθρωπες πόλεις με πληθυσμό ανάμεικτο: θρησκεία, γλώσσα, έθιμα, ιστορικό παρελθόν συμφύρονταν σ’ αυτές τις νέες Βαβυλώνες. Η Αλεξάνδρεια π.χ. είχε εκατομμύρια κατοίκους, Ελληνες, Ρωμαίους, Σύρους, Αιγυπτίους, Λιβύους, Εβραίους. Είναι τότε που οι Εβραίοι ξέχασαν ή έχασαν τη γλώσσα τους και χρειάστηκε ο αλεξανδρινός ηγεμόνας να δημιουργήσει την ομάδα των εβδομήκοντα ελληνιστών που γνώριζαν εβραϊκά για να μεταφράσουν (η πρώτη μετάφραση λογοτεχνικού κειμένου στην Ιστορία!) τη Γραφή στην ελληνιστική διάλεκτο.

Την ίδια αυτή εποχή όπου εμφανίζονται οι πρώτες μηχανές, γιατί δημιουργούνται νέες ανάγκες παραγωγής στις παρυφές των μεγάλων πόλεων και κυρίως της Αλεξάνδρειας, συγκεντρώνονται και συνωθούνται εργάτες προερχόμενοι από γεωργικές πριν περιοχές. Οι συνθήκες είναι άθλιες και η νοσταλγία των χαμένων πατρίδων οδηγεί στη δημιουργία νέων μορφών τέχνης. Ανάμεσά τους ο παντόμιμος και τα ποιμενικά ειδύλλια. Οι πολύγλωσσοι εκείνοι και αγράμματοι των λαϊκών γειτονιών διασκέδαζαν με τέχνη που βασίζεται στη μίμηση συμπεριφορών και ο λόγος, αν υπάρχει, γίνεται ως αφήγηση στη γλώσσα του πλεονάζοντος ακροατηρίου.

Τότε εμφανίζεται το λογοτεχνικό είδος της παρακαταλογής, όπου ένας αφηγητής παρά (δίπλα) περιέγραφε τα δρώμενα. Η παρακαταλογή διά της γλωσσικής συγκοπής έγινε παραλογή και έτσι έφτασαν σε μας τα αφηγηματικά τραγούδια – παραλογές του δημοτικού οίστρου («Το γιοφύρι της Αρτας», «Του νεκρού αδερφού» κ.λπ.). Το άλλο είδος λογοτεχνίας ήταν η φυγή λόγω νοσταλγίας προς το ύπαιθρο, τον χαμένο παράδεισο και την ανέμελη ζωή κατά φύσιν. Μεγάλοι ποιητές του είδους στα ελληνικά ο Θεόκριτος, στα λατινικά ο Βιργίλιος. Και οι δύο έγραψαν λογοτεχνικό ιδίωμα σε διαλογική μορφή, άρα εμφανώς θεατρόμορφο.

Αυτή η λογοτεχνική σχολή δημιούργησε ένα τυπολόγιο, Νύμφες, ποιμένες και ποιμενίδες, πολύπειρες προξενήτρες και σοφούς γέροντες, αλλά και Σατύρους ερωτομανείς, θηρία και μυθολογικά τέρατα, καθώς και κυρίαρχες ποιητικές πλέον θεότητες εκπροσωπούσες την ουράνια και την πάνδημη Αφροδίτη και την παρθένο Αρτεμη.

Αυτό το είδος λογοτεχνίας επανήλθε ως μόδα στην εποχή των μεγάλων ευρωπαϊκών ανακατατάξεων, των θρησκευτικών πολέμων και των Σταυροφοριών. Το γενικό αισθητικό πλαίσιο ονομάστηκε τότε Αρκαδία από μια αυθαίρετη εντύπωση πως τα σκιερά βουνά της αρχαίας ελληνικής Αρκαδίας έκρυβαν Νύμφες, Σατύρους, αγνές ποιμενίδες και ερωτευμένα τσοπανόπουλα. Ενα ουτοπικό όραμα επιστροφής στη φύση.

ΚΩΜΕΙΔΥΛΛΙΟ. Για να μην πολυλογώ, σ’ εμάς αυτή η μόδα επανήλθε σε μια εποχή ήττας και καταστροφής, μετά τις χρεοκοπίες και την πανωλεθρία του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ετσι εμφανίστηκε το θεατρικό υβρίδιο του κωμειδυλλίου («Γκόλφω», «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» κ.λπ.).

Ανάμεσα στα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ανήκουν τα ποιμενικά ειδύλλια της «Πανώριας», του «Πάστορ Φίντο» του Γκουερίνι (1590), του «Οπως αγαπάτε» και του «Ονείρου» του Σαίξπηρ και του «Αμύντα» του Τορκουάτο Τάσο (1573). Οφείλουμε στον Σπύρο Α. Ευαγγελάτο μια μεγάλη συνεισφορά στη νεοελληνική θεατρική ιστορία. Παρέλαβε ως φιλόλογος, ερευνητής και σκηνοθέτης μια ιστορία του θεάτρου μας που στην αισιοδοξότερη περίπτωση άρχιζε στις αρχές του 19ου αιώνα (γύρω στα 1815) και τη διεύρυνε 400 ολόκληρα χρόνια προς τα πίσω! Με συστηματική έρευνα στα αρχεία κυρίως της Βενετίας αλλά και στην επτανησιακή πολιτεία, με ένα αξιοθαύμαστο ένστικτο ανέδειξε περιφρονημένα θεατρικά κείμενα, ανέσυρε χειρόγραφα από σκοτεινούς φακέλους, ταύτισε κείμενα με τους άγνωστους έως τότε συγγραφείς τους και έτσι «έδεσε» κυριολεκτικά με κρίκους τη συνέχεια του θεάτρου μας. Και όχι μόνο ανέβασε στη σκηνή –και προέβαλε τη θεατρικότητά τους –έργα όπως ο «Πιστός βοσκός», όπως ο «Χάσης» του Γουζέλη, όπως η «Ιφιγένεια» (εν Ληξουρίω) του Κατσαΐτη, όπως ο «Γάμος του Κουτρούλη» του Ραγκαβή, όπως ο «Φιάκας» του Μισιτζή, όπως η «Γενοβέφα», όπως ο «Δαβίδ» αγνώστου χίου καθολικού, όπως ο «Γουανάκος» του Ψυχάρη, όπως «Τα Ολύμπια» σε μετάφραση του Ρήγα Βελεστινλή, όπως «Το έπος του Διγενή Ακρίτα».

Πριν από λίγα χρόνια δημοσίευσε στις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, με εισαγωγές, σχόλια, γλωσσάριο, την ανακάλυψή του: τον «Αμύντα» (1745), θεατρική ελεύθερη διασκευή του έργου του Τορκουάτο Τάσο από τον λόγιο γιατρό από τα Κύθηρα Γεώργιο Μόρμορη. Μια εύφορη σε έξοχους δεκαπεντασύλλαβους στίχους ποιμενική «τραγωδία» με όλους τους τυπικούς χαρακτήρες του είδους.

Θέμα ο απελπισμένος έρωτας του βοσκού Αμύντα προς την ποιμενίδα Σύλβια που είναι αφιερωμένη όπως ο ευριπίδειος «Ιππόλυτος» στην κυνηγέτιδα Αρτεμη, τα πείσματα του έρωτα, οι παρηγορούντες φίλοι, οι επίβουλοι υποψήφιοι βιαστές Σάτυροι, οι αποτυχημένες αυτοκτονίες και οι νεκροφάνειες. Και συνάμα όλα τα θηρία των βουνών και των λόγγων!

Ο Ευαγγελάτος αντιμετώπισε το δροσερό αυτό κείμενο με εφηβική ορμή, σκηνική ευφράδεια, φαντασία καλπάζουσα, γλωσσική πλημμυρίδα και πάνω από όλα καλπάζοντα ρυθμό.

Και επανέλαβε ένα δικό του αποκλειστικά σκηνοθετικά και εξόχως ιστορικά πολύτιμο εύρημα που πρωτοεισήγαγε στους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου. Από σκηνή σε σκηνή άλλαζε εποχές από το μπαρόκ έως τον εικοστό αιώνα για να αποδείξει πως το υπερφυές μελό, η ευφορία της ερωτικής έφεσης είναι το μοτίβο της παγκόσμιας λογοτεχνίας από την εποχή της Εδέμ, της Εύας, του Αδάμ και του όφεως.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Είναι κρίμα που αυτό το χάρμα οφθαλμών και αφτιών παίχτηκε μόνο μία βραδιά στο Ηρώδειο. Να ευχηθούμε να το ξαναχαρούμε;

Οργίασε ο Πάτσας με τον σκηνικό χώρο που οργάνωσε και τα αριστουργηματικά διαχρονικά κοστούμια. Η Αντιγόνη Γύρα χορογράφησε με γούστο και άκρα υφολογική ακρίβεια τους διαχρονικούς χορούς της μόδας. Ο Γιάννης Αναστασόπουλος έγραψε εξαίσια τραγούδια και τα εκτέλεσε ο βαρύτονος Μάριος Σαραντίδης με τους χορωδούς ηθοποιούς υπέροχα.

Ο Αλέκος Αναστασίου φώτισε με ευαισθησία τον χώρο.

Ο Ευαγγελάτος είναι δάσκαλος και κυρίως κάτι σπάνιο στα χρόνια μας τα μίζερα: δάσκαλος λόγου και δη ποιητικού. Και δάσκαλος ύφους. Οι ηθοποιοί του θριάμβευσαν σ’ ένα σπάνιο για την πείρα τους θεατρικό είδος. Ο Παπασπηλιόπουλος ανεβαίνει πλέον στην κορυφή των θεατρικών σολίστ. Χάρμα κίνησης, λόγου, ρυθμού.

Η Φαίη Ξυλά δίδαξε ύφος και η Βίκυ Βολιώτη απέδειξε πως είναι έτοιμη για μεγάλα και απαιτητικά ενδεχόμενα.

Ο Κουρλαμπάς, έμπειρος ήδη στο είδος, πλούτισε την παλέτα του.

Ο Θανάσης Δήμου έπλασε ένα έξοχο κατόρθωμα στον δύσκολο ρόλο του ερωτομανούς, δόλιου και γελοίου Σατύρου.

Η Χρ. Μαντζουράνη καλπάζει σε λόγο και χάρη. Ο Γκαγκάς, ο Σκαφίδας μέσα στο ύφος συνήχησαν.

Και η ζωντανή ορχήστρα (Σπανουδάκης, Χατζηαναγνώστου και Ελενα Παπανικολάου) κέντησαν.

Δραματουργική προσαρμογή – σκηνοθεσία:

ΣπύροςΑ. Ευαγγελάτος

Σκηνικά – κοστούμια:

Γιώργος Πάτσας

Μουσική σύνθεση:

Γιάννης Αναστασόπουλος

Κινησιολογική επιμέλεια:

Αντιγόνη Γύρα

Φωτισμοί:

Αλέκος Αναστασίου

Ερμηνείες:

ΟδυσσέαςΠαπασπηλιόπουλος, Φαίη Ξυλά, Βίκυ Βολιώτη, Θανάσης

Κουρλαμπάς,Θανάσης Δήμου, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Θωμάς Γκαγκάς, Γεράσιμος Σκαφίδας, Μάριος Σαραντίδης