«Είναι περίεργο, αλλά οι πρώτοι δίσκοι που αγόρασα ήταν κλασικής μουσικής: Μότσαρτ, Μπετόβεν, Βιβάλντι, αλλά και φλαμένκο. Νομίζω ότι αυτό έγινε γιατί αυτές οι μουσικές μού έκαναν εντύπωση όταν ήμουν έφηβος, πέρα από τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα, που υπήρχαν έτσι και αλλιώς στο σπίτι μας. Μαζί με τις πρώτες μου αναμνήσεις θυμάμαι το “Βουνό” του Λουκά (σ.σ.: εννοεί τον πατέρα του Λουκά Νταράλα) με την Γκρέυ που ήταν δίσκος γραμμοφώνου. Πρέπει να ήμουν 4-5 χρόνων και μέναμε στον Βύρωνα. Από άποψη συλλεκτική και συναισθηματική θα έλεγα ότι πολύτιμοι είναι οι δίσκοι με τα παλιά ρεμπέτικα –αυτός με τα κλειδιά ήταν ο αγαπημένος μου του Τσιτσάνη -, τα δημοτικά, τις επανακυκλοφορίες των σπάνιων δίσκων που έκαναν ιδιώτες, όπως ο Χατζηδουλής ή ο Κουνάδης. Επίσης, οι επανηχογραφήσεις του ρεμπέτικου με τον Μπιθικώτση κυρίως. Τα τραγούδια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, τ’ αγόραζα μανιωδώς μέχρι τη δικτατορία και ύστερα από το εξωτερικό, του Ξαρχάκου, του Μούτση, του Μαρκόπουλου. Και βέβαια οι λαϊκές μουσικές των άλλων χωρών, τα φλαμένκο, τα φάντος, τα κέλτικα, οι ιρλανδικές μπαλάντες, τα λάτιν.

Σήμερα δεν έχω πολλά άλμπουμ. Πρέπει να είναι γύρω στις 2.000. Πλέον αγοράζω και από το Ιντερνετ. Αλλά μόνο όταν χρειάζομαι κάτι για τη δουλειά. Παλιότερα αγόραζα από τα δισκάδικα: από την Κάνιγγος, στη στοά, από τον Κύκλο στο Σύνταγμα. Δεν αγόραζα πάντως ως συλλέκτης, γι’ αυτό και δεν έδινα παραπάνω χρήματα από την τιμή της αγοράς. Μεγαλώνοντας, στα ταξίδια, στην Ισπανία, στη Λατινική Αμερική, στην Αυστρία, ξόδευα αρκετά χρήματα σε δίσκους. Ποτέ όμως ως συλλογή, πάντα ως μουσικός, επειδή ήταν εργαλείο της δουλειάς μου. Θυμάμαι τη χαρά και την ικανοποίηση που πήρα όταν βρήκα σπάνιες ηχογραφήσεις του Μπατζανού με το ούτι του, τις οποίες ψηφιοποίησα. Γενικώς ψηφιοποιώ υλικό από σπάνιες ηχογραφήσεις.

ΒΙΝΥΛΙΑ Ή CD. Νομίζω ότι πλέον έχω τόσα CD όσα και βινύλια. Αλλά εδώ και καιρό, αν δεν με ενδιαφέρουν, τα χαρίζω. Στο CD έχεις την απόλυτη καθαρότητα της ψηφιακής μορφής από τη μία, με μια τραγική έλλειψη. Η συμπίεση που απαιτείται για ν’ ακουστεί ο ήχος από κάθε είδους νεωτεριστικό φορέα καταστρέφει σχεδόν ολοκληρωτικά την απόλαυση και την ποιότητα και τη ζωντάνια του στούντιο στο οποίο εγγράφηκε ο δίσκος. Στο βινύλιο ακούς τον θόρυβο της αναπαραγωγής, ενώ στο CD οι παύσεις είναι νεκρές από ήχο. Αυτό βεβαίως το συνηθίζεις. Απλώς γι’ αυτούς που τα ακούνε όλα έχει σημασία, γιατί η ακρόαση γίνεται πιο πλούσια, ακούγονται όλες οι αρμονικές. Τους δίσκους φλαμένκο τους ακούω ακόμα από βινύλιο. Μπαίνω και πίσω από τον δίσκο ως μουσικός για να φανταστώ το κλίμα της ηχογράφησης. Και αυτό είναι ευχή και κατάρα. Γιατί δεν μπορώ ν’ απολαύσω σαν άνθρωπος τα τραγούδια. Δεν ξέρω αν είναι προτέρημα ή μείον. Ακούς και φαντάζεσαι τα πάντα. Πού έλειψε κάτι από το παίξιμο, πού έγινε υπερβολή, πού υστερεί η μείξη. Εξού όμως και οι εμμονές που πάθαινα όταν έπαιρνα δίσκους και άκουγα καταπληκτικούς μουσικούς, μεγάλους «παίκτες». Οταν άκουσα τον Πάκο ντε Λουτσία, τον Αλ ντι Μέολα και τον ΜακΛάφλιν, μαράζωσα. Και δώσ’ του πρόβα ξανά και ξανά».