Μπορεί ο Αισχύλος να μη θέλησε ποτέ να συναντηθούν επί σκηνής οι καταραμένοι αδελφοκτόνοι του οίκου των Λαβδακιδών –οι γιοι του Οιδίποδα, Ετεοκλής και Πολυνείκης –στην τραγωδία του «Επτά επί Θήβας». Η επιλογή όμως του λιθουανού σκηνοθέτη Τσεζάρις Γκραουζίνις να τους φέρει αντιμέτωπους στην ορχήστρα του θεάτρου της Αρχαίας Επιδαύρου σε μια ποιητική μονομαχία η οποία μετουσίωσε τον αλληλοσπαραγμό σε μια σφιχτή αγκαλιά ανέδειξε την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στην καλύτερη ώς τώρα στιγμή των φετινών Επιδαυρίων, με τους 3.000 την Παρασκευή και 6.000 θεατές το Σάββατο να χειροκροτούν όρθιοι πριν ακουστούν οι τελευταίοι στίχοι της μετάφρασης του Γιώργου Μπλάνα. Παραστάσεις που ήταν αφιερωμένες στη μνήμη του Δημήτρη Μαρωνίτη και του ηχολήπτη Γιάννη Πειραλή.

Ενα ικρίωμα πάνω στο οποίο ήταν στερεωμένοι προβολείς και ένα χαμηλό τραπεζάκι ήταν το μοναδικό σκηνικό που υποδεχόταν τους θεατές του αργολικού θεάτρου, στέλνοντας το μήνυμα ότι η παράσταση θα ακολουθούσε τη λιτή γλώσσα που υιοθετεί ο σκηνοθέτης, ο οποίος δοκίμασε για δεύτερη φορά στην καριέρα του να αναμετρηθεί με το αρχαίο δράμα και απέδειξε πως η επιτυχία του «Οιδίποδα Τυράννου» δεν ήταν τυχαία. Λίγο μετά τις 21.15 ο Ετεοκλής – Γιάννης Στάνκογλου με σκούρο κοστούμι κάθησε βαθιά προβληματισμένος στο τραπεζάκι. Ο Κήρυκας – θαλαμηπόλος (Αλέξανδρος Τσακίρης) –με καρτελάκι στο πέτο που μαρτυρούσε την ιδιότητά του –τού έφερε μια ξύλινη σκάλα, σύμβολο της εξουσίας και των ευθυνών που έχει ως βασιλιάς της Θήβας. Εκείνος επιχείρησε να την αποφύγει χωρίς επιτυχία και τελικά ανέβηκε τα σκαλιά της την ώρα που ο Χορός κατέβαινε από τις κλίμακες του κοίλου για να ακούσει από τον Αγγελιοφόρο που θα ανακοίνωνε την απειλή που έζωνε τις επτά πύλες της Θήβας: τον στρατό που είχε συγκεντρώσει ο Πολυνείκης θέλοντας να πάρει την εξουσία της πόλης από τον αδελφό του. Ολόκληρο το δωδεκάθεο σχεδόν επικαλέστηκε ο Χορός –που είχε δυναμικό ρόλο και προσέθετε ενέργεια και ζωντάνια –συνοδεία της μουσικής του Δημήτρη Θεοχάρη. Μουσική που είχε κλασικό ύφος και κάποιες φορές έμοιαζε παράταιρη για αρχαία τραγωδία, αλλά τελικά κατάφερε να ενταχθεί και να τονίσει πολλές σκηνές χωρίς να ενοχλεί.

Το άγχος και η πίεση που βάραινε τον Ετεοκλή ενόψει των εξελίξεων ξέσπασε σε μια μισογυνική επίθεση απέναντι στον Χορό των φοβισμένων γυναικών που θρηνούσαν («αυτά παθαίνει όποιος μοιράζεται τον κόσμο με γυναίκες») ώσπου η ιστορία να εξελιχθεί πλέον σε ανδρική υπόθεση. Ο Ανιχνευτής, ως κατάσκοπος με κουκούλα (Γιώργος Καύκας), περιέγραψε τις δυνάμεις του εχθρού την ώρα που ο καθ’ όλα γήινος βασιλιάς προσπαθούσε να κρύψει την ανησυχία του. Και ο Χορός μπροστά στον κίνδυνο αναζήτησε τη λύση στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, μέσα σε ένα μαύρο κουτί όπου ήταν φυλαγμένα όπλα σκουριασμένα ενός ηρωικού παρελθόντος, αλλά άχρηστα για μια πολιτεία που ζούσε ειρηνικά.

Το προσκλητήριο ηρώων που θα υπερασπιστούν τις πύλες της Θήβας μετατράπηκε σταδιακά σε παρωδία καθώς οι ήρωες δεν ήταν παρά οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας με τα κοστούμια τους που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις περιγραφές τού βασιλιά –ο ένας δεν μπορεί να σηκώσει το σπαθί, ο άλλος στηρίζεται σε δεκανίκια –ο οποίος δεν απείχε από έναν πολιτικό που γεμίζει τον λαό με κενές προσδοκίες, ενώ την ίδια ώρα αισθανόταν ότι οι επιλογές του δεν θα έχουν το αποτέλεσμα που υποσχόταν και αναγκάστηκε να ξεσφίξει τη γραβάτα του για να αντιμετωπίσει το άγχος του. Ωστόσο, κατά συνθήκη ήρωες και γυναίκες, μπροστά στον κίνδυνο άφησαν πίσω τους την οιμωγή και ρίχτηκαν σε έναν οργιαστικό χορό γεμάτο ενέργεια που συνδύαζε μουσικά στοιχεία από τα Βαλκάνια, χορευτικές κινήσεις από ποντιακούς χορούς και εικαστικό αποτέλεσμα που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από πίνακα του Θεόφιλου.

Οταν όμως έφθασε η στιγμή που ο Ετεοκλής συνειδητοποίησε το αναπόδραστο της μοίρας που του επέβαλε η πατρική κατάρα δεν ήταν πια ο ισχυρός ηγέτης που αποδομούσε την εικόνα του εχθρού, αλλά ένας άνδρας ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση, φοβισμένος να συλλογίζεται εκείνον που τον γέννησε κοινή μήτρα, την ώρα που ο Χορός «πάγωνε» μπροστά στην ενδεχόμενη αδελφοκτονία και προσπαθούσε να την αποτρέψει. Ωστόσο η προστατευτική αγκαλιά της πόλης γύρω από τον βασιλιά δεν αποδείχτηκε αρκετή για να αποτρέψει την οργή που είχε προκαλέσει στον Ετεοκλή το γεγονός ότι ο Πολυνείκης επικαλούνταν ως σύμμαχό του τη Δικαιοσύνη, ενώ στρεφόταν εναντίον της πατρίδας του.

Η κορυφαία στιγμή της παράστασης έφθασε τη στιγμή που ο σκηνοθέτης επέλεξε να παρουσιάσει τη σύγκρουση των δύο αδελφών. Χωρίς κοστούμια, πλέον, «αρματωμένοι» ο καθένας με τη σκάλα του, που δεν υπονοούσε πια την εξουσία μόνο αλλά και τη μοίρα των δύο ανδρών, επιχείρησαν να την ανέβουν χωρίς επιτυχία. Κι αφού τις αποχωρίστηκαν, μονομάχησαν έχοντας από ένα κύμβαλο για ασπίδα ώσπου να φθάσει το κοινό τέλος τους μέσα από αγκαλιές που ισορροπούσαν ανάμεσα στην πάλη και τη στοργή. Αγκαλιασμένα τα δύο αδέλφια αλληλοσκοτώθηκαν (στον βουβό ρόλο του Πολυνείκη ο Χρίστος Στυλιανού στην παράσταση του Σαββάτου που παρακολουθήσαμε) στην πιο ποιητική σκηνή της παράστασης που προκάλεσε το έντονο χειροκρότημα του κοινού. Η είδηση του διπλού χαμού σόκαρε την πόλη και ανάγκασε την Αντιγόνη (Νάντια Κοντογεώργη) και την Ισμήνη (Ιώβη Φραγκάτου) σε έναν χορευτικό θρήνο.

Λίγο πριν από το τέλος ο Κήρυκας – θαλαμηπόλος στο πλοίο της ζωής θα ανέβει σε μια χαμηλότερη και πιο σταθερή σκάλα –όπως επιβάλλεται από τη θέση του άλλωστε σε εκτελεστικό όργανο –θα ανακοινώσει την απόφαση περί μη ταφής του Πολυνείκη, γεγονός που κάνει τους πολίτες να εγκαταλείψουν την πλευρά του και να συνταχθούν όλοι στο πλευρό του Ετεοκλή, με μοναδική εξαίρεση την Αντιγόνη η οποία εξηγεί τις προθέσεις της να παραβεί την εντολή, να θάψει τον αδελφό της απολογούμενη εν μέρει στον άλλο νεκρό αδελφό της, τον Ετεοκλή. Λίγο πριν τα φώτα σβήσουν τα τέσσερα αδέλφια θα αποχωρήσουν, ενώ ο Χορός σε πρώτο πλάνο ως μαριονέτες –ή ξεκούρδιστες φιγούρες –δεν θα προλάβει να βρει τον χαμένο του βηματισμό, διότι το κοινό ήδη είχε ξεσπάσει σε χειροκροτήματα.

INFO

Η παράσταση «Επτά επί Θήβας» περιοδεύει

ανά την Ελλάδα έως τις 18 Σεπτεμβρίου.

Επόμενοι σταθμοί: Πάτρα – Ρωμαϊκό Ωδείο

(27, 28/7), Ολυμπία – Θέατρο Φλόκα (30/7), Δελφοί – θέατρο Φρύνιχος (2/8),

Χαλκίδα – θέατρο Ορέστης Μακρής (4/8).