Το ‘χαμε στα μέρη μας. Το καλοκαίρι μαζεύονταν οι γυναίκες στις αυλές ή στις πόρτες τους –ώστε όλος ο δρόμος να γίνεται αυλή –και άρχιζαν την κοζερί. Τι λέγανε; Λόγια του αέρα. Οσα δεν είχαν ζήσει στις περιορισμένες ζωές τους, όσα φαντάστηκαν στα νιάτα τους και δεν τα γνώρισαν ποτέ, όσα επιθύμησαν και δεν τα απόκτησαν γίνονταν, με το πέρασμα των χρόνων, μία ψευδαίσθηση πραγματικότητας. Που σιγά σιγά την πίστευαν και οι ίδιες. Δεν βαριέσαι… Οσα έλεγαν στην αυλή, έμεναν στην αυλή.

Κάτι ανάλογο έκανε προχθές και ο Πρωθυπουργός στην αυλή της Βουλής. Μάζεψε τους φίλους του (η κυρία Αναγνωστοπούλου πήγε με την παντόφλα για να είναι κόμοδη), κρέμασαν και κόκκινους μπερντέδες για ατμόσφαιρα, ίσως τους έβγαλε και πασατέμπο. Και όλα όσα ονειρεύτηκε, φαντάστηκε, οραματίστηκε όταν έφηβος ακόμη μάθαινε την αλφαβήτα του κομμουνισμού, τα εξήγγειλε ως κυβερνητικές προτάσεις για το Σύνταγμα. Εναν λαό που, δεν πα’ να φοράει τρύπιο βρακί και να γουργουρίζει η κοιλιά του, μεθυσμένος από το αθάνατο κρασί του ’21 θα μαζεύει υπογραφές –όπως έκαναν παλιά για να διώξουν τις εκδιδόμενες από τις πολυκατοικίες –και θα ψηφίζει συνεχώς και ακαταπαύστως. Μια άμεση δημοκρατία που αντί να πίνει ρούμι και να χορεύει σάλσα όπως στη Λατινική Αμερική, θα κοπανάει τσίπουρα και θα ρίχνει ζεϊμπεκιές. Δεν βαριέσαι, λόγια της αυλής. Να τα ακούνε οι αυλικοί και να καμώνονται ότι τα πιστεύουν. Και να βγούνε παραέξω πού θα πάνε; Η γειτονιά είναι ευρωπαϊκή και στην Ευρώπη δεν συζητάνε στις αυλές για το Σύνταγμα.