Ο ΕΟΠΥΥ διαχωρίζει αυθαίρετα σε «ήπια» ή «μέτρια» την ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση για να αποφύγει να χορηγήσει στους πάσχοντες σωτήρια, εγκεκριμένα φάρμακα, καταγγέλει η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία (ΕΠΕ).

Επιπλέον, οι επιτροπές του συχνά απορρίπτουν τις διαγνώσεις άλλων γιατρών και ζητούν αχρείαστες εξετάσεις, αναζητώντας επίμονα ενδείξεις άλλων νοσημάτων.

Και όλα αυτά, παρότι οΕΟΠΥΥ έχει ενημερωθεί εγγράφως από τα τέλη Ιουνίου ότι ένας Έλληνας καθηγητής Πνευμονολογίας συμμετείχε στις διεθνείς επιτροπές που έχουν συντάξει τις κατευθυντήριες οδηγίες για την διάγνωση και την αντιμετώπιση της νόσου, καθώς και ότι ορισμένα περιστατικά απορρίπτονται λανθασμένα επειδή οι γιατροί των επιτροπών δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις για να κάνουν τη διάγνωση.

Όπως αναφέρει η ΕΠΕσε ανακοίνωσή της, διαχωρισμός της ιδιοπαθούς πνευμονικήςίνωσης (ΙΠΙ) σε «ήπια» και «μέτρια»επιστημονικά δεν υφίσταται και επομένως οι αποφάσεις του ΕΟΠΥΥ θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των ασθενών. Παρά τις επανειλημμένες επιστολές και τα τηλεφωνήματά της προς τον ΕΟΠΥΥ όμως, η διοίκησή του εμμένει στη στάση της, προσθέτει.

Η ΕΠΕ κατηγορεί την διοίκηση του ΕΟΠΥΥ ότι αποκλείει τους πάσχοντες από ΙΠΙ από τις θεραπείες «στο όνομα της λιτότητας και των οριζόντιων περικοπών», προσθέτοντας ότι οι ενέργειές της «προκαλούν τεράστια ερωτηματικά, καθώς δεν βασίζονται σε επιστημονικά τεκμηριωμένη αξιολόγηση».

Και τονίζει πως με αυτή της την στάση, η διοίκηση του ΕΟΠΥΥ αποκλείει «από τα ενδεδειγμένα θεραπευτικά σχήματα» πάσχοντες από ένα νόσημα «με υψηλό δείκτη θνησιμότητας και ιδιαίτερα προβλήματα λόγω της σταδιακής έκπτωσης της ποιότητας της ζωής των ασθενών».

Από την πλευρά του ο καθηγητής Δημοσθένης Μπούρος λέει στα «ΝΕΑ» ότι ηΙΠΙ που είναι ένα σπάνιο νόσημα (υπολογίζεται ότι προσβάλλει περίπου 2.000-3.000 άτομα στη χώρα μας αλλά μόνο400-500 είναι διαγνωσμένοι) απαιτεί εξειδίκευση για να διαγνωστεί σωστά.

«Κατ’ επανάληψιν έχουν απορριφθεί από τις επιτροπές του ΕΟΠΥΥ ασθενείς, παρότι πληρούν τα κριτήρια της ιδιοπαθούς πνευμονικής ίνωσης, επειδή οι γιατροί τους νομίζουν λ.χ. ότι πάσχουν από ρευματικά νοσήματα», εξηγεί.

«Επιπλέον τους ζητούν, χωρίς να προβλέπονται από τις κατευθυντήριες οδηγίες, πρόσθετες διαγνωστικές εξετάσεις κάθε χρόνο (π.χ. αξονικές, ανοσολογικές, βιοψίες πνεύμονα κ.λπ.) που επιβαρύνουν τον ΕΟΠΥΥ χωρίς λόγο. Η διάγνωση της ΙΠΙ βασίζεται σε πολύ συγκεκριμένα κριτήρια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση – αρκεί να ξέρει κανείς ποια είναι αυτά τα κριτήρια και τι πρέπει να προσέξει κατά την διαφορική διάγνωση».

Συνηθισμένο φαινόμενο είναι επίσης να μην εγκρίνονται για τους διαγνωσμένους ασθενείς πολύμηνες συνταγές αλλά να απαιτούν οι επιτροπές επανέλεγχο κάθε μήνα «λες και οι άρρωστοι αυτοί θα ιαθούν στο μεσοδιάστημα από την ίνωση», προσθέτει ο δρ Μπούρος, ο οποίος ήταν μέλος της διεθνούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που συνέταξε τις κοινές οδηγίες των τριών κυριότερων πνευμονολογικών εταιρειών του κόσμου (της αμερικανικής, της ευρωπαϊκής και της ιαπωνικής) για την ΙΠΙ και για την ταξινόμηση των ιδιοπαθών διάμεσων πνευμονοπαθειών στις οποίες ανήκει η νόσος.