Στην εποχή της πρώτη φορά Αριστεράς, εκείνος αποφασίζει να καταπιαστεί για πρώτη φορά με τον Αριστοφάνη, για να ανακαλύψει ότι «τον έχουμε απαξιώσει, επειδή δεν τον αντέχουμε». Αναζητώντας τον πραγματικό λόγο του κλασικού κωμικού ποιητή, μακριά από την παγίδα του φεμινισμού και την αισθητική ρεπερτορίου Δελφιναρίου, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός λίγο πριν ανεβάσει την «Λυσιστράτη» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου –παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου σε νέα μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη –μιλά για το πόσο έχουμε παρεξηγήσει τη «Λυσιστράτη» και τον «πατέρα» της.

Γιατί καταπιάνεστε με τον Αριστοφάνη;

Οταν μου έγινε πρόταση συνεργασίας από το Εθνικό Θέατρο, ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ μόνο με τον Αριστοφάνη και συγκεκριμένα με τη «Λυσιστράτη», που είναι το λιγότερο φανερά γκροτέσκο ή ουτοπικό ποίημά του διότι, όταν συζητούσα με ανθρώπους γύρω μου φράσεις και θέματα που είχα εντοπίσει διαβάζοντας το συγκεκριμένο έργο, με ρωτούσαν: «Μα, το γράφει μέσα; Πώς γίνεται;». Θέλησα, λοιπόν, να μοιραστώ όσα είδα. Το πρόσχημα της κωμωδίας που έχει σπρώξει τον Αριστοφάνη στο να γίνει ρεπερτόριο του Δελφιναρίου πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη για να δούμε λίγο τον ποιητή.

Είναι μεγάλη παγίδα ότι πρέπει να τον φέρουμε στα καθ’ ημάς και να βρούμε τις αντιστοιχίες με το σήμερα. Είναι λίγο θλιβερό πια. Κι έχει λειτουργήσει σε αρκετό κόσμο αποθαρρυντικά. Κι όμως ο Αριστοφάνης είναι πολύ μεγάλος ποιητής και τον έχουμε απαξιώσει μόνοι μας, επειδή επί της ουσίας δεν τον αντέχουμε.

Γιατί;

Είναι πάρα πολύ αιχμηρός και σε πολιτικό αλλά και σε αισθητικό επίπεδο. Δεν έχει πρόθεση να σοκάρει, αλλά εμείς σοκαριζόμαστε διότι τον αντιμετωπίζουμε με μια μάσκα γκροτέσκου, επειδή δεν αντέχουμε την ευθύτητά του. Μας φέρνει στα όριά μας και μετράμε σε ποιο βαθμό αντέχουμε την αμεσότητά του. Είναι δείγμα ενός τρόπου σκέψης κι ενός πολιτισμού κι εμείς πρέπει να τον αντικρίσουμε ως σύστημα πολιτισμού κι αισθητικό. Η αισθητική δεν είναι όμως κάτι ακίνδυνο. Εχει κανόνες. Είναι ηθική. Το γκροτέσκο είναι ασφάλεια. Η ποίηση έχει ωμότητα. Αν δεν έχει ωμότητα δεν είναι ποίηση.

Κατά συνέπεια δεν έχουμε διαβάσει και τη «Λυσιστράτη» όπως πρέπει;

Είναι ένα έργο που μπορεί να σε παγιδεύσει σε μια εύκολη συνθηματολογία που λέγεται φεμινισμός και αντιπολεμικό μήνυμα. Φεμινισμός δεν υπάρχει. Είναι άλλο να διεκδικούν οι γυναίκες τα δικαιώματα για την πόλη ισότιμα και ισόνομα κι άλλο ο φεμινισμός. Δεν είναι Αμαζόνες. Οι άντρες τούς κολλάνε μια τέτοια ετικέτα επειδή δεν ανέχονται ότι μπορούν να ακούσουν μιαν άλλη γνώμη και μάλιστα από μια γυναίκα. Στο έργο έχουμε την αποθέωση της θηλυκότητας, του κάλλους και των δυνατοτήτων που έχει το γυναικείο φύλο. Δεν υπάρχει φανερή πρόκληση της γυναίκας προς τον άνδρα. Το φοβερό και ιδιοφυές του Αριστοφάνη ως δραματουργού δεν βασίζεται σε ένα γυναικείο σκέρτσο, αλλά σε μια φυσική δύναμη που είναι η σαγήνη, η ομορφιά.

Είναι μια παράσταση ακατάλληλη για ανηλίκους;

Το ζήτημα είναι τι κοινωνία θέλουμε να διαπαιδαγωγήσουμε. Η κοινωνία του Αριστοφάνη δεν είναι κοινωνία ελευθεριότητας. Η σωματικότητα, η ομορφιά, η γυμνότητα έχουν κανόνες. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Πρόσφατα σε ένα τηλεοπτικό γύρισμα ο σκηνοθέτης, αν και γοητεύτηκε από την ιδέα να κάνουμε τη συνέντευξη δίπλα σε ένα γυμνό ανδρικό άγαλμα που υπήρχε στις πρόβες, προτίμησε τελικά να το γυρίσει στο πλάι, να μην φαίνεται.

Αν σοκαριζόμαστε με ένα γυμνό άγαλμα, δεν ξέρω τι μπορώ να πω γι’ αυτή την κοινωνία και για έναν πολιτισμό που υποτίθεται εκπροσωπούμε εμείς επί του πλανήτη. Η γυμνότητα δεν είναι κάτι απλό αλλά είναι αισθητική και φυσική πραγματικότητα. Μέσω αυτής μετράμε τις αποστάσεις μας από το φυσικό. Αν δεν το δούμε αυτό, δεν κάνουμε Αριστοφάνη ή τουλάχιστον «Λυσιστράτη».

Ο Αριστοφάνης δεν αγαπά δηλαδή την πρόκληση;

Ολη η ποίηση ήταν ενταγμένη στη μόρφωση της πόλης, είχε ένα πολιτειακό χρέος. Δεν είχε διάθεση να προκαλέσει, αλλά να κάνει το μήνυμά του πιο αγώγιμο, μια συνθήκη που εμείς δεν ξέρω σε ποιο βαθμό μπορούμε να την αντιληφθούμε. Λέμε ότι είναι αντιπολεμικό έργο. Δεν είναι ακριβώς αντιπολεμικό. Είναι αντιεμφυλιακό.

Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στο ανέβασμα της «Λυσιστράτης»;

Δεν είναι παρελθόν οι δυσκολίες. Είναι παρόν. Η μεγαλύτερη και πιο συναρπαστική δυσκολία σχετίζεται με τη διαχείριση του άπλετου υλικού που προέκυπτε από τις πρόβες διότι, όταν καλείς τέτοιες προσωπικότητες πάνω στη σκηνή, ανοίγεις τον ασκό του Αιόλου. Κι αναρωτιέσαι: είμαι ο Αίολος ή δεν είμαι; Μπορώ να μαζέψω το πλήθος των ανθέων; Αν ήμουν ελεύθερος θα παρουσίαζα μια παράσταση οκτώ ωρών.

Η δεύτερη δυσκολία αφορά στα δικά μας όρια απέναντι στον Αριστοφάνη. Είναι ένας σκηνικός ποιητής που δεν τον κρίνεις. Κρίνεσαι σε ποιο σημείο βρίσκεσαι απέναντί του. Είμαι έντρομος και συναρπαγμένος από αυτή την ιστορία…

Υπάρχει Λυσιστράτη στην κοινωνία του 21ου αιώνα;

Η Λυσιστράτη είναι επιχείρημα, δεν είναι πραγματικό πρόσωπο. Οταν υπάρχουν επιχειρήματα, υπάρχουν και πρόσωπα που τα προσωποποιούν. Ο Αμλετ είναι επιχείρημα. Δεν είναι ανάγκη να είναι ξανθός και από τη Δανία. Λυσιστράτη σημαίνει να λύσω τον στρατό, όνομα που παίρνει παραφράζοντας το όνομα της ιέρειας του Παρθενώνα, της Λυσιμάχης. Το ερώτημα είναι αν το έχει ανάγκη και σε ποιο βαθμό η εποχή. Αυτό τα έργα τα έχει διαρκώς ανάγκη η εποχή. Δεν είναι η χρησιμότητά τους το κριτήριο αλλά ως αποτέλεσμα είναι χρήσιμα. Η ποίηση, ξέρετε, ξεγλιστράει από την αδέκαστη αναγκαιότητα των μετρήσεων τέτοιου τύπου.

Πιστεύετε ότι έχει διάθεση ο Ελληνας

του 2016 να ακούσει ποίηση;

Οταν κάνει 160 χλμ. να πάει στην Επίδαυρο, δηλώνει μια εσωτερική ετοιμότητα την οποία και βρίσκω συγκινητική. Η κίνηση να πάει μέχρι εκεί κάνει κάτι για την ψυχή του χωρίς να το ξέρει. Κάνει μια εσωτερική προετοιμασία και ο δικός μου τρόμος είναι να του επιστρέψει κάτι αυτή η προετοιμασία. Να πάρει κάτι μαζί του, μια μουσική, να πάρει μια φράση. Να μη φύγει έτσι.

Η ταυτότητα της παράστασης

«Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, από το Εθνικό Θέατρο στις 5 και 6 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης. Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός. Σκηνικά: Γιώργος Σαπουντζής. Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη. Παίζουν οι Γιάννης Βογιατζής, Gemma Carbone, Αθηνά Δημητρακοπούλου, Λένα Δροσάκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αννα Κλάδη, Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Λενιώ Λιάτσου, Ειρήνη Μαρκή, Αθηνά Μαξίμου, Γιώργος Μπινιάρης, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Θέμης Πάνου, Αγλαΐα Παππά, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Σκουλά, Ελενα Τοπαλίδου, Χάρης Τσιτσάκης, Αιμίλιος Χειλάκης.