Πρόπερσι ήταν τα μπουγελώματα με τα παγάκια. Πριν από χρόνια, το τάκα τάκα με τα μπαλάκια. Παλαιότερα βάζαμε «βατραχάκια» στα παπούτσια μας. Και ακόμη παλαιότερα σερνόμουν σαν σαύρα κάτω από τα τραπεζοκαθίσματα των θερινών καφενείων για να φτάσω και το τελευταίο καπάκι της μπίρας Fix. Γιατί γκρινιάζεις λοιπόν με το Pokemon Go;

Το παιχνίδι, αυτή η φάρσα του ανέφικτου, είναι βασικό στοιχείο πολιτισμού και ζωογόνο για όλες τις ηλικίες αφού, όπως λένε, δεν σταματάμε να παίζουμε επειδή γερνάμε αλλά γερνάμε επειδή σταματάμε να παίζουμε. Και ως πολιτισμική αναφορά, ξεβάφουν επάνω του τα αναγνωριστικά χαρακτηριστικά κάθε εποχής. Παράξενο θα μου φαινόταν αν, για παράδειγμα, παίζαμε αμάδες υπό τη σκιά των drones. Για τι άλλο γκρινιάζεις; Για το ότι δεν προάγει το πνεύμα και για το πού θα πάει αυτή η γενιά όταν ασχολείται με ανοησίες. Εκεί που κουτσά – στραβά πήγε και η δική μας, γιατί δεν νομίζω ότι το «Αραΐ μπουραΐ, στου χασάπη την αυλή» που παίζαμε εμείς προήγαγε κάποιου είδους πνευματικότητα. Και ως προς την εμμηνοπαυσιακή νοσταλγία των δημοσιευμάτων για τα χρόνια που παίζαμε στις αλάνες, να που ο κόσμος ολόκληρος έγινε μια αλάνα. Κάθε γενιά και η αλάνα της. Πώς είπες; Τα «κωλόπαιδα» δεν βγαίνουν στον δρόμο για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και κατεβαίνουν στο Σύνταγμα για να παίξουν Πόκεμον; Ε, μήπως το παιχνίδι είναι πρώτιστο δικαίωμα και το Pokemon Go πιο έντιμο παιχνίδι από τις μούντζες των Αγανακτισμένων; Χαζοπαίχνιδο; Μπορεί. Αλλά, κατά τον λόρδο Μπάιρον, η ζωή είναι πολύ σύντομη για σκάκι.