Σε τροχιά αντισυνταγματικότητας των αναδρομικών περικοπών από τον Αύγουστο του 2012 των συντάξεων καθηγητών πανεπιστημίου κινήθηκε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κρίνοντας ότι το ψαλίδι αυτό παραβιάζει συγκεκριμένες θεμελιώδεις διατάξεις που κατοχυρώνουν την ισότητα, την αναλογικότητα και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου.

Οι δικαστές του Ανώτατου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου αποφάνθηκαν ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλέστηκε το υπουργείο Οικονομικών για να δικαιολογήσει τις περικοπές των συντάξεων, δηλαδή την επίτευξη των στόχων τού μεσοπρόθεσμου προγράμματος, «δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές».

Δεν είναι η πρώτη φορά εξάλλου που Ανώτατο Δικαστήριο βγάζει κόκκινη κάρτα στις περικοπές παροχών τόσο των εν ενεργεία όσο και των συνταξιούχων δημόσιων λειτουργών, η άσκηση των καθηκόντων των οποίων συνδέεται με τον στενό πυρήνα του κράτους.

Οπως είναι γνωστό, το Μισθοδικείο αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας με παλαιότερες αποφάσεις τους έχουν δικαιώσει αντίστοιχα τους δικαστικούς λειτουργούς και τους ενστόλους που είχαν προσφύγει αρμοδίως, διεκδικώντας την επαναφορά του μισθού τους στα επίπεδα προ των περικοπών του Αυγούστου του 2012.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Μισθοδικείο είχε κηρύξει άκυρες τις δεύτερες κατά σειρά περικοπές στο μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών (το 2012). Στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της απόφασης, η τότε κυβέρνηση προέβλεψε το σχετικό κονδύλι στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και ψηφίστηκε νομοθετική πρόβλεψη για εφαρμογή της επίμαχης απόφασης του Μισθοδικείου που προέβλεπε την έκδοση υπουργικής απόφασης για τον καθορισμό και τον ακριβή τρόπο καθορισμού τόσο για τα αναδρομικά όσο και για την επαναφορά του τρέχοντος μισθολογίου. Πλην όμως η τότε κυβέρνηση, συνυπολογίζοντας προφανώς και το κόστος αποκατάστασης του μισθολογίου των ενστόλων, οι οποίοι είχαν πλέον δικαιωθεί από το ΣτΕ, αποφάσισε όσον αφορά τα αναδρομικά των δικαστών να καταβάλει μόνο το 50%.

Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προσφύγουν οι δικαστικοί λειτουργοί, ασκώντας νόμιμο δικαίωμά τους, εκ νέου στο Μισθοδικείο με αίτημα να υποχρεωθεί το Δημόσιο να συμμορφωθεί πλήρως με την προηγούμενη απόφαση και να καταβάλει το 100% των κομμένων παροχών. Ετσι, πρόσφατα, δικαιώθηκαν οι δικαστές με την επίκληση της συνταγματικής αρχής της εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων. Απόφαση που, όπως εκτιμάται από δικαστικές και νομικές πηγές, ανοίγει τον δρόμο για αντίστοιχη αποκατάσταση και των ενστόλων.

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. Σε ό,τι αφορά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις περικοπές των συντάξεων των καθηγητών ΑΕΙ, οι δικαστές επισημαίνουν στο σκεπτικό τους: «Ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επιβλήθηκαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των Νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, προ του κινδύνου άμεσης χρεοκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν όμως και πάλι –κατά παράβαση του άρθρου 25 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης –την ίδια κατηγορία πολιτών».

Μάλιστα οι δικαστές δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι δεν μπορεί κατ’ επανάληψη να επιβαρύνονται οικονομικά οι ίδιες κατηγορίες προσώπων.

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. Επικαλούμενοι τις επιταγές του Συντάγματος, τονίζουν ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης «ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίζει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο Ταμείο». Ομως, η δυνατότητα αυτή «δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος όλων».

Στο διά ταύτα της απόφασής τους οι ανώτατοι δικαστές καταλήγουν ότι οι διατάξεις του μνημονιακού νόμου (4093/2012) για τις επίδικες περικοπές είναι αντίθετες και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Και εξηγούν γιατί σημειώνοντας πως «πρόκειται για στέρηση γεννημένου περιουσιακής φύσεως δικαιώματος (σύνταξης συγκεκριμένου ποσού που έχει ήδη καταβληθεί), χωρίς να προκύπτει ότι η αναδρομική αυτή μείωση υπαγορεύθηκε από επιτακτικούς λόγους δημοσίας ωφέλειας».