Μερικοί δεν διστάζουν να μιλήσουν για την κατάρρευση ενός θεσμού. Φοβούνται μάλιστα τις επιπτώσεις στον τομέα της ασφάλειας. Ο τουρκικός στρατός –510.000 άνδρες, ο δεύτερος στο ΝΑΤΟ μετά τον αμερικανικό –υπέστη έναν πραγματικό εξευτελισμό μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Η ηγεσία του δεν μπόρεσε να σταματήσει τους πραξικοπηματίες και το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο που συνεδρίασε χθες αποφάσισε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έναν σαρωτικό ανασχηματισμό στο στράτευμα. Λίγες ώρες πριν από τη συνεδρίαση, άλλωστε, έσπευδαν να παραιτηθούν ο αρχηγός του στρατού ξηράς, στρατηγός Ιχσάν Ουγιάρ, και ο αρχηγός του τομέα εκπαίδευσης και δόγματος διοίκησης, στρατηγός Καμίλ Μπασόγλου.

Και λίγες ώρες μετά, τούρκος αξιωματούχος ανακοίνωνε ότι ο πρόεδρος Ερντογάν θέλει να θέσει τις ένοπλες δυνάμεις και την εθνική υπηρεσία πληροφοριών (ΜΙΤ) υπό τον έλεγχο της προεδρίας, κάτι που προϋποθέτει τροποποίηση του Συντάγματος.

Τέλος εποχής. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα τέλος εποχής, γράφει στη «Μοντ» ο Μαρκ Σεμό. Ο τουρκικός στρατός δημιουργήθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ για να προασπίζεται τις αξίες της δημοκρατίας και ιδιαίτερα την κοσμικότητα. Τρεις φορές ανέλαβε την εξουσία (το 1960, το 1971 και το 1980), θεωρώντας ότι οι αξίες αυτές κινδύνευαν ενώ το 1997 υποχρέωσε τον ισλαμιστή πρωθυπουργό Νετζμετίν Ερμπακάν σε παραίτηση. Κι αν οι μεταρρυθμίσεις του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) είχαν μειώσει τον ρόλο τους, οι στρατιωτικοί εξακολουθούσαν να είναι απαραίτητοι. Μέχρι την απόπειρα πραξικοπήματος.

Μόνο προχθές ανακοινώθηκε η ατιμωτική αποστράτευση 1.700 στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, στους οποίους περιλαμβάνονται 149 στρατηγοί και ναύαρχοι, αριθμός που αντιστοιχεί στο 40% του συνόλου των τούρκων αξιωματικών σε αυτήν τη βαθμίδα. Σύμφωνα με τη στρατιωτική ηγεσία, στην απόπειρα έλαβαν μέρος 8.651 στρατιώτες, το 1,5% του στρατεύματος, στους περισσότερους από τους οποίους έχουν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες.

«Η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος θα έχει συνέπειες στη συμβολή της Τουρκίας στην περιφερειακή ασφάλεια» δηλώνει ο Σινάν Ουλγκέν, πρόεδρος ενός από τα γνωστότερα εργαστήρια σκέψης της Τουρκίας, του EDAM. «Η καταστολή που ακολούθησε καθιστά ιδιαίτερα προβληματική τη συνεργασία ανάμεσα στον στρατό, στην αστυνομία και στις μυστικές υπηρεσίες».

Από το 2008 ώς το 2013, την εποχή δηλαδή που το AKP είχε συμμαχήσει με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν, το 15% των στρατηγών είχαν φυλακιστεί με βάση αμφιλεγόμενες, αν όχι κατασκευασμένες κατηγορίες. Οπως τονίζει ο Ρουσέν Τσακίρ, ειδικός για τον τουρκικό ισλαμισμό, οι εκκαθαρίσεις εκείνες άνοιξαν τον δρόμο στους στρατιωτικούς που υποστήριζαν την αδελφότητα. Με την έννοια αυτή, «το AKP φέρει μεγάλη ευθύνη για τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου».

Μετά τη ρήξη με την αδελφότητα, ο Ερντογάν συμφιλιώθηκε με τους στρατιωτικούς. Τον περασμένο Απρίλιο, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε τις καταδίκες 275 ανωτάτων αξιωματικών, περιλαμβανομένου του πρώην αρχηγού του γενικού επιτελείου Ιλκέρ Μπασμπούγ. Αλλά η συμφιλίωση ήταν εύθραυστη. «Οι στρατιωτικοί δεν ξέχασαν και η δυσφορία παρέμεινε έντονη, καθώς η ανώτατη διοίκηση δεν μπόρεσε να προστατεύσει τους δικούς της» επισημαίνει ο Γκάρεθ Τζένκινς, πανεπιστημιακός και ειδικός για τον τουρκικό στρατό. Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες θέλησαν να εκμεταλλευθούν αυτή τη δυσφορία, αλλά την τελευταία στιγμή πολλοί από τους αξιωματικούς στους οποίους στηρίζονταν τους εγκατέλειψαν. Ο στρατός ξηράς δεν ενεπλάκη. Μεταξύ των πραξικοπηματιών υπήρχαν πολλοί παλιοί κεμαλικοί, οι περισσότεροι όμως ήταν νέοι εθνικιστές αξιωματικοί από τη χωροφυλακή. Το Σώμα αυτό βρίσκεται στην πρώτη γραμμή κατά των Κούρδων στη Νοτιοανατολική Τουρκία και πολλά στελέχη του δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις συνεχείς παλινωδίες του Ερντογάν σε αυτό το μέτωπο.

Οι απειλές. «Για πολλούς νεαρούς τούρκους αξιωματικούς, οι κυριότερες απειλές για τη χώρα προέρχονται κατά σειρά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και την Ευρωπαϊκή Ενωση» αναγνωρίζει ένας δυτικός στρατιωτικός. Πολλά ρεύματα και τάσεις διασχίζουν αυτόν τον στρατό, που είναι παραδοσιακά χωρισμένος ανάμεσα στους «οπαδούς της εθνικής κυριαρχίας» και στους ατλαντιστές. Πολλοί στρατιωτικοί δεν κρύβουν όμως τον θαυμασμό τους και για τον πρόεδρο Πούτιν και τα «ευρωασιατικά» του σχέδια.

Οι αντιπαραθέσεις αυτές, οι οποίες είχαν παραμεριστεί όταν κατερρίφθη τον Σεπτέμβριο του 2015 το ρωσικό βομβαρδιστικό Su-24 που παραβίασε τον τουρκικό εναέριο χώρο, έρχονται τώρα και πάλι στην επιφάνεια με αφορμή τη συμφιλίωση της Μόσχας με την Αγκυρα. Και αυτό δεν καθησυχάζει ακριβώς τους δυτικούς διπλωμάτες.