«Wir schaffen das». «Θα τα καταφέρουμε». Η Ανγκελα Μέρκελ πρόφερε για πρώτη φορά αυτή τη διάσημη, πλέον, ατάκα στα τέλη του περασμένου Αυγούστου, επισημοποιώντας έτσι την «πολιτική των ανοικτών συνόρων» που σήμανε την υποδοχή ενός εκατομμυρίου προσφύγων στη Γερμανία. Την επανέλαβε και χθες παρά την έντονη κριτική που δέχεται η πολιτική της, ακόμα και από χριστιανοδημοκράτες βουλευτές, έπειτα από τις τέσσερις επιθέσεις με τους 10 νεκρούς και τους 47 τραυματίες που συγκλόνισαν σε διάστημα μίας εβδομάδας τη Γερμανία, οι τρεις με δράστες πρόσφυγες από τη Συρία και το Αφγανιστάν, οι δύο, όπως αποδείχθηκε, στο όνομα του ISIS.

«Είμαι και σήμερα πεπεισμένη, όπως και τότε, πως θα καταφέρουμε να ανταποκριθούμε σε αυτή την ιστορική πρόκληση. Θα τα καταφέρουμε και έχουμε ήδη πετύχει πολλά, πολλά πράγματα αυτούς τους τελευταίους μήνες» δήλωσε η γερμανίδα καγκελάριος, επισπεύδοντας κατά έναν μήνα την παραδοσιακή συνέντευξη Τύπου που παραχωρούσε πάντα τέλος Αυγούστου. «Οι τρομοκράτες επιδιώκουν να μας εκτρέψουν από ό,τι είναι σημαντικό για εμάς, να διαρρήξουν τη συνοχή μας και το αίσθημα της κοινότητας, να πλήξουν τον τρόπο ζωής μας, την ανοικτή μας στάση και την προθυμία μας να υποδεχθούμε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη. Εναντιωνόμαστε κατηγορηματικά σε αυτό. Βλέπουν μίσος και φόβο ανάμεσα στους πολιτισμούς, μίσος και φόβο ανάμεσα στις θρησκείες. Αντιτασσόμαστε αποφασιστικά σε αυτό» πρόσθεσε.

Η Μέρκελ αναγνώρισε, για πρώτη φορά, πως «ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός έχει φθάσει στη Γερμανία». Αναγνώρισε επίσης πως οι επιθέσεις προκαλούν «μεγάλη ανασφάλεια» στην κοινή γνώμη, για να υπογραμμίσει ταυτόχρονα πως «ο φόβος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως βάση για την πολιτική δράση». «Το γεγονός ότι οι δράστες των επιθέσεων του Βίρτσμπουγκ και του Ανσμπαχ [οι δύο επιθέσεις για τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη το ISIS] ήταν πρόσφυγες αναγνωρισμένοι στη Γερμανία χλευάζει τη χώρα που τους δέχθηκε και όσους τους βοήθησαν» δήλωσε. Μίλησε για «πόλεμο εναντίον του ISIS»· «αλλά δεν βρισκόμαστε σε πόλεμο εναντίον του Ισλάμ» έσπευσε να επισημάνει.

Σχέδιο εννέα σημείων. Παρότι δεν αναμένονταν ανακοινώσεις σε σχέση με την ασφάλεια, η γερμανίδα καγκελάριος παρουσίασε ένα σχέδιο εννέα σημείων, προαναγγέλλοντας μέτρα για τη διευκόλυνση της απέλασης προσφύγων που έχουν δει την αίτηση ασύλου τους να απορρίπτεται ή έχουν παραβιάσει τον νόμο, καθώς και για τον πιο αποτελεσματικό και έγκαιρο εντοπισμό των ριζοσπαστικοποιημένων αιτούντων άσυλο. Αφησε επίσης ανοικτό το ενδεχόμενο κινητοποίησης και του στρατού σε περίπτωση μεγάλης τρομοκρατικής επίθεσης –κάτι που θα ήταν πρωτοφανές για τη μεταπολεμική Γερμανία, αξιώνεται όμως πλέον επιτακτικά από τη βαυαρική Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU).

Το CSU ήταν εξαρχής αντίθετο με την πολιτική ασύλου της Μέρκελ. Περιόρισε την κριτική του για ένα διάστημα, λόγω της μείωσης του αριθμού των αφίξεων, που εκτιμώνται επί του παρόντος στις 100 ημερησίως, από ένα εκατομμύριο το 2015. Μετά τις τελευταίες επιθέσεις, όμως, βγήκε ακόμα πιο δυναμικά στην επίθεση. Αλλά η γερμανίδα καγκελάριος δέχεται κριτική ακόμα και μέσα από το δικό της στρατόπεδο: ο υποψήφιος του CDU για την Δήμο του Βερολίνου, ο Φρανκ Χένκελ, έκανε λόγο για «εντελώς πρωτόγονους ανθρώπους» που «εισήγαγε η Γερμανία» μαζί με την εισροή των προσφύγων.

Η Ανγκελα Μέρκελ απαντά με τη συνήθη της ψυχραιμία. Δεν παρέστη βέβαια φέτος στα εγκαίνια του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, όπως συνηθίζει. Ούτε θα πάει διακοπές στο Τιρόλο, όπως συνηθίζει. Χάριν της συνέντευξης Τύπου, διέκοψε χθες τις σπαρτιάτικες διακοπές της στην παραθεριστική της κατοικία έξω από το Βερολίνο. Δεν έσπευσε όμως σε κανέναν από τους τόπους των επιθέσεων και στην περίπτωση του Μονάχου (που φαίνεται τελικά να ήταν μια ρατσιστικού χαρακτήρα επίθεση, μιας και ο 18χρονος Γερμανοϊρανός που σκότωσε εννέα ανθρώπους δήλωνε λάτρης του Χίτλερ) περίμενε 20 ώρες ώσπου κάνει μια δήλωση.

Οι δημοσκοπήσεις. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η στάση της είναι παρακινδυνευμένη: το 57% των Γερμανών απορρίπτει την πολιτική ασύλου της καγκελαρίου και πάνω από 50% θεωρεί πως δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες των πολιτών. Οι επιθέσεις δεν δείχνουν να επηρέασαν πάντως σημαντικά το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών: ένα 61% απάντησε πως νιώθει το ίδιο ασφαλές στη χώρα του όπως και πριν. Ούτε δείχνουν προς το παρόν να κοστίζουν ψήφους στη Μέρκελ ή να ενισχύουν τους εθνολαϊκιστές. Στο ερώτημα ποιον θα ψηφίζατε αν την Κυριακή γίνονταν εκλογές δεν υπήρξε καμία ουσιαστική μεταβολή σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα: το 35% θα ψήφιζε CDU, το 23% SPD, το 12% Πράσινους, το 10% Αριστερά και άλλο ένα 10% το εθνολαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία.