Μπαινοβγαίνω στα ακτοπλοϊκά των Κυκλάδων όσα χρόνια ζω. Από τότε που το «Μοσχάνθη» και το «Καραϊσκάκης» έκαναν έξι ώρες για Σύρο και οκτώ για Πάρο. Ασυνείδητα λοιπόν έχω γίνει άτυπη μελετήτρια των ταξιδιωτικών ηθών αφού από παιδάκι, για να περάσουν οι ώρες του ταξιδιού, παρατηρούσα τους συνταξιδιώτες μου. Θα μπορούσα άνετα να περιγράψω τις αλλαγές, τις τελευταίες δεκαετίες, στην ελληνική κοινωνία μέσα από τις συμπεριφορές των ανθρώπων που πάνε ή επιστρέφουν από τις διακοπές τους. Να, ακόμη και η λέξη «διακοπές» είναι σχετικά καινούργια. Παλαιότερα παραθερίζαμε. Ιούνιο φεύγαμε, Σεπτέμβρη γυρίζαμε. Ξεκαλοκαιριάζαμε δηλαδή. Τα πλοία, μικρά, παλιά και καρυδότσουφλα βρωμοκοπούσαν «βαπορίλα». Στα έξι μποφόρ τα έπαιρνε και τα σήκωνε. Και, από το μπότζι, άρχιζε ο εμετός στην εμετοσακούλα. Στα χρώματα της Ελλάδας. Μισή άσπρη, μισή μπλε… Τώρα που το γράφω συνειδητοποιώ ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν πια εμετό στα πλοία.

Μετά, σιγά σιγά, μεγάλωσαν τα ακτοπλοϊκά, μίκρυνε η διάρκεια του ταξιδιού, μεγαλοπιάστηκαν οι ταξιδιώτες. Εκείνες οι παλιές, υφασμάτινες, καρό βαλίτσες έγιναν σακίδια και τροχήλατοι σάκοι και αργότερα, στα χρόνια του μεγάλου πάρτι, σινιέ αποσκευές. Στέναξαν τα σαλόνια της πρώτης θέσης από ανέμελες πλατφόρμες Prada πάνω στις οποίες μετά βίας ισορροπούσαν φόρμες Juicy και μπλουτζίν Dsquared. Αλλαξαν κι άλλα. Πολλά. Κάτι που έμενε σταθερά ίδιο ήταν τα σταυρόλεξα (που ανθίστανται ακόμη στα κινητά), η αμήχανη ευγένεια των καμαρότων και η βουλιμία του ταξιδιώτη, βασικό σύμπτωμα του εκνευρισμού που προκαλεί το ταξίδι σε συνδυασμό με την αδημονία λόγω των επικείμενων διακοπών. Θυμάμαι πριν από λίγα μόλις χρόνια τις ατέλειωτες ουρές στα μπαρ των πλοίων που είχαν αντικαταστήσει πλέον με φρέντο εκείνον τον απροσδιορίστου παρασκευής καραβίσιο καφέ. Και με γκουρμέ επιλογές –ακόμη και με σούσι –τα φτενά, ελαφρώς «λασπωμένα» μακαρόνια με σάλτσα ψητού που σερβίριζαν κάποτε στα εστιατόρια.

Φέτος όμως έχουμε 2016. Και ο χρόνος κοιτάει προς τα πίσω. Η διάρκεια κάποιων ταξιδιών ξαναμεγάλωσε αφού στη Σύρο, για παράδειγμα, δεν πάνε πια ταχύπλοα γιατί το μπάτζετ των παραθεριστών δεν αντέχει το «τσιμπημένο» εισιτήριο. Οι αποσκευές, φτηνές και ακριβές, φθάρηκαν αλλά δεν αντικαταστάθηκαν, οι πλατφόρμες, ανεξαρτήτως τιμής, κουράστηκαν, οι φόρμες, ανεξαρτήτως μάρκας, ξεχείλωσαν αλλά δεν υπάρχουν λεφτά για καινούργιες. Σαν να μου φαίνεται ότι ξεθώριασαν και τα χρώματα στα ρούχα από τα πολλά πλυσίματα. Τα μπαρ μένουν άδεια, με περιορισμένες πλέον επιλογές. Και, από την άλλη, τα νεοαστικά ταμπού δεν επιτρέπουν να ανοίξουν τα πακέτα με τους κεφτέδες, τα σφιχτά αβγά και τα ντολμαδάκια, να μοσχομυρίσει ο θαλασσινός αέρας κρεμμύδι, μαϊντανό και δυόσμο. Ανθρωπίλα δηλαδή. Με ένα νεράκι, αναψυκτικό ή καφέ βγάζουν το ταξίδι. Και στην αδημονία των διακοπών έχει ξεβάψει η ανησυχία για το αν θα «βγουν» οικονομικά. Ναι, αυτό το καλοκαίρι οι άνθρωποι φεύγουν (όσοι φεύγουν) για διακοπές και έχουν ένα ύφος σαν να επιστρέφουν. Γι’ αυτό ακριβώς, το να κάνουν ταξίδια αναψυχής οι πρωθυπουργικές και υπουργικές παρέες με άλλοθι το κυβερνητικό έργο και με τα πετσοκομμένα χρήματα αυτών των ανθρώπων εμπεριέχει μια ξεδιαντροπιά.