Η συνταγματική αναθεώρηση μοιάζει με ένα μωρό που κυοφορεί η παρούσα Βουλή και μπορεί να το μεγαλώσει ή να το σκοτώσει η επόμενη. Το σενάριο αυτό ξετυλίχθηκε το 2008, στην προηγούμενη αναθεωρητική διαδικασία, που σπαταλήθηκε για να καταργήσει το βουλευτικό ασυμβίβαστο. Για να αποφύγει το déjà vu, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρότεινε στον Αλέξη Τσίπρα να συμφωνήσει η παρούσα Βουλή, με 180 ψήφους, τις υπό αναθεώρηση διατάξεις. Η πρότασή του προέβλεπε ότι η Νέα Δημοκρατία θα υπερψήφιζε όλα τα άρθρα που η κυβέρνηση προτείνει ως αναθεωρητέα και ο ΣΥΡΙΖΑ θα υπερψήφιζε τα αντίστοιχα που θα πρότεινε η αξιωματική αντιπολίτευση. Μια αμοιβαία υποχώρηση δηλαδή ώστε να είναι η επόμενη Βουλή, αυτή που θα αποφασίσει, με απλή πλειοψηφία. Η πρόταση Μητσοτάκη ακουμπά πάνω στη βεβαιότητά του ότι θα είναι αυτός πρωθυπουργός μετά τις εκλογές. Οπως ήταν φυσικό, ο Τσίπρας τον απέρριψε. Λογικό. Είναι σαν να παίζεις μια μοναδική παρτίδα σκάκι και ο αντίπαλος να παίρνει τα λευκά. Η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει σε αυτόν.

«Η πρόταση Μητσοτάκη», λέει έμπειρος νεοδημοκράτης κοινοβουλευτικός, «είχε μέσα της στοιχεία ιπποτισμού». Αναγνωρίζει δηλαδή ο ένας παίκτης τις πολιτικές επιδιώξεις του αντιπάλου κι αναθέτει στον λαό να τις ξεδιαλύνει. Πριν απορρίψει την πρόταση, ο Τσίπρας φάνηκε να παζαρεύει την αποδοχή της, εφόσον η Νέα Δημοκρατία δεχόταν να ψηφίσει την απλή αναλογική. Σύμφωνα με το πρωθυπουργικό σκεπτικό, χωρίς εκλογικό μπόνους θα εξασφαλίζεται η αναλογικότητα της ψήφου του κάθε πολίτη. Η Νέα Δημοκρατία το αρνήθηκε, δεν ψήφισε την απλή αναλογική και τίποτε από όλα αυτά δεν προχώρησε.

Η δουλειά πάντως αυτής της Βουλής είναι πολύ πιο εύκολη από αυτή της επόμενης. Το επισημαίνει ο ίδιος νεοδημοκράτης βουλευτής της ιστορίας, που εξηγεί ότι έργο της είναι να προτείνει απλά τις προς αναθεώρηση διατάξεις. Αλλωστε η επόμενη Βουλή θα είναι αυτή που θα πρέπει να τις εξειδικεύσει, να τους προσδώσει πλήρες περιεχόμενο και να τις ψηφίσει. Οπως επίσης είναι η επόμενη Βουλή που μπορεί να μπλοκάρει διατάξεις που ψηφίστηκαν –ακόμη και με ενισχυμένη πλειοψηφία των 180 –από την παρούσα. Για παράδειγμα, ακόμη κι αν η κυβερνητική πλειοψηφία, με την προσθήκη της Ενωσης Κεντρώων ή και του ΚΚΕ, καταφέρει να περάσει με την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών την καθιέρωση της απλής αναλογικής, εάν στην επόμενη Βουλή η Νέα Δημοκρατία έχει την πλειοψηφία ή έχει καταφέρει να χτίσει έναν πλειοψηφικό συνασπισμό, είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα την μπλοκάρει. Το ίδιο αναμένεται να πράξει και στο ζήτημα των δημοψηφισμάτων –αν και είναι αμφίβολο το εάν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα βρουν τρόπο να χτίσουν ένα μπλοκ 180 βουλευτών που θα υποστηρίξει τη θεσμοθέτησή τους. Απίθανο θεωρείται το ενδεχόμενο να στηριχθεί από πλευράς ΝΔ ο διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, αν και πριν φτάσουμε στην επόμενη Βουλή το ζήτημα πρέπει να συμφωνηθεί μέσα στον ίδιο τον κυβερνητικό συνασπισμό. Με δεδομένο το κομματικό παρελθόν των ΑΝΕΛ στα ζητήματα θρησκευτικής πίστης, δεν διαφαίνεται συναντίληψη.

Ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας

ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι θα μπορούσαν να αποτελούν κρίσιμους συμμάχους στο ζήτημα του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, όπως αντίστοιχα θα υπερψήφιζαν τη διάταξη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που επιθυμεί διακαώς η ΝΔ, άρθρο που δύσκολα πάντως θα περιληφθεί στα αναθεωρητέα. Το γεγονός αυτό υπονοεί ότι τα μπλοκ των κομμάτων δεν είναι συμπαγή –αντίθετα, οι αναθεωρητέες διατάξεις τέμνουν οριζόντια το πολιτικό σύστημα, πράγμα που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ευρύτερη συναίνεση.

Οταν ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε τις προτάσεις του κόμματός του για τη συνταγματική αναθεώρηση, η Νέα Δημοκρατία ανακάλυψε μόνο «ψήγματα επιμέρους προτάσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον». Στην αξιωματική αντιπολίτευση εκτιμούν ότι ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να κερδίσει χρόνο στήνοντας μια εννιάμηνη διαδικασία λαϊκών συνελεύσεων που προσφέρουν στον κόσμο μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στην αναθεωρητική διαδικασία. Κι υποστηρίζουν ότι η πραγματική αναθεώρηση δεν γίνεται στις πλατείες και στους δρόμους.

Παρά τις διαφωνίες στο σερβίρισμα της διαδικασίας, υπάρχουν κάποια πεδία σύγκλισης στις προτάσεις των δύο κομμάτων. Πρώτα και κύρια, η κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών και της ειδικής ποινικής μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στο πολιτικό προσωπικό. Μετά είναι η περίφημη «εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας», η υποχρέωση δηλαδή να συνοδεύεται από πρόταση για νέο πρωθυπουργό η πρόταση μομφής που καταθέτει η αντιπολίτευση. Είναι μια πρόταση που θα ευνοούσε την κυβερνητική σταθερότητα και τη βλέπουν με καλό μάτι και στη Νέα Δημοκρατία. Αλλά και στα ζητήματα του Προέδρου της Δημοκρατίας, φαίνεται να υπάρχει μια αρχική ταύτιση σε μια «λελογισμένη» αύξηση των αρμοδιοτήτων, ενώ υπάρχει κοινή διάθεση για απεμπλοκή της διαδικασίας εκλογής του από τη διάλυση της Βουλής. Το πώς θα φτάσουμε εκεί βέβαια είναι η δύσκολη μεταβλητή της εξίσωσης.

Στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη εξηγεί στα «ΝΕΑ» ότι αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως την ηγεσία του κόμματος είναι «η όποια αλλαγή να σέβεται και να μη δημιουργεί προβλήματα στη μορφή του πολιτεύματος». Πίσω από αυτή τη φράση διακρίνεται η δυσανεξία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην εκλογή Προέδρου από τον λαό και στα προβλήματα που ενδεχομένως θα δημιουργούσε ο δυϊσμός εκλεγμένου Προέδρου και πρωθυπουργού, ειδικά σε μια χώρα με παράδοση διχασμών. Οπως δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Τασούλας, ο συντονιστής του προσχεδίου της πρότασης για τη συνταγματική αναθεώρηση της Νέας Δημοκρατίας, η εκδοχή που παρουσίασε στον Κυριάκο Μητσοτάκη προκρίνει την εκλογή Προέδρου από τη Βουλή στην τρίτη ψηφοφορία με απόλυτη πλειοψηφία και όχι την προσφυγή στον λαό, όπως προβλέπει η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα. Το στοιχειοθετεί υποστηρίζοντας ότι το κύρος του Προέδρου δεν εξαρτάται από τις ψήφους που συγκεντρώνει, αλλά από το περιεχόμενο που δίνει η προσωπικότητα του ανδρός στο αξίωμα. Θυμίζει μάλιστα ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξελέγη και τις δύο φορές Πρόεδρος οριακά –την πρώτη το 1980 με την αυξημένη πλειοψηφία που απαιτούσε το Σύνταγμα και τη δεύτερη, το 1990, με την απλή πλειοψηφία ύστερα από διάλυση της Βουλής.

Η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό –μετά τις άκαρπες ψηφοφορίες στη Βουλή –είναι μια εκδοχή που έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει κορυφαία στελέχη της ΝΔ (Βαγγέλης Μεϊμαράκης, Ντόρα Μπακογιάννη και Δημήτρης Αβραμόπουλος). Φαίνεται δε να βρίσκει σύμφωνο και τον Κώστα Καραμανλή. Γαλάζιος βουλευτής που είναι συνομιλητής του επιμένει, ωστόσο, ότι ο πρώην πρωθυπουργός εστιάζει περισσότερο στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ανώτατου άρχοντα και λιγότερο στον τρόπο εκλογής του. Μυστήριο, πάντως, περιβάλλει την τελική εκδοχή που θα προκρίνει ο Μητσοτάκης –που φαντάζει αρκετά πιθανό να είναι πρόταση εσωκομματικού συμβιβασμού.

Πενταετής θητεία της Βουλής

Η Νέα Δημοκρατία προκρίνει ακόμη την πενταετή θητεία της Βουλής, με σκεπτικό την εναρμόνιση με τους υπόλοιπους θεσμούς όπως αυτόν της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή της Ευρωβουλής, ενώ προτείνει έναν αντικειμενικότερο τρόπο εκλογής για την ηγεσία της Δικαιοσύνης μέσω του περιορισμού της δεξαμενής από όπου προκύπτουν οι επιλογές των ανώτατων θέσεων. Προτάσσει επίσης τα θέματα της ανάπτυξης, της προστασίας του περιβάλλοντος, των αλλαγών στη Δημόσια Διοίκηση και την παιδεία, ζητήματα τα οποία –λένε στη Συγγρού –ο Πρωθυπουργός δεν έθιξε στην παρουσίασή του. Σε κάθε περίπτωση, στη Νέα Δημοκρατία θεωρούν ότι η κυβέρνηση δεν αναζητά συναινέσεις, αντίθετα επιθυμεί ρήξεις. Στην κατεύθυνση αυτή δείχνουν τον Γιώργο Κατρούγκαλο, βασικό εισηγητή της κυβερνητικής πρότασης για τη συνταγματική αναθεώρηση, που σε ανύποπτο χρόνο είχε υποστηρίξει ότι «το νέο Σύνταγμα θα προκύψει από ρήξεις, αφού δεν είναι επιθυμητό ούτε δυνατό τα θέματα της αναθεώρησης να λυθούν συναινετικά». Πέραν αυτού, στη Νέα Δημοκρατία σχολιάζουν ότι η πρόθεση του Πρωθυπουργού να εκκινήσει τη διαδικασία αναθεώρησης στη Βουλή την άνοιξη του 2017 ενέχει τον κίνδυνο πρόωρης διακοπής της (οι σχετικές διαδικασίες ψήφισης των αναθεωρητέων διατάξεων διαρκούν ένα εξάμηνο) εάν την προλάβουν πολιτικές εξελίξεις.