Ο πρώτος δίσκος που ήρθε στα χέρια μου ήταν το «Leave Home» των Ramones. Τον απαλλοτρίωσα από τη δισκοθήκη μιας κοπέλας από το διπλανό διαμέρισμα που εντελώς αδικαιολόγητα είχε δύο αντίτυπα στην κατοχή της. Τον κατέβασα λοιπόν, όπως θα λέγαμε και σήμερα, κάπως παράνομα από το ράφι της. Δεν τον επέστρεψα ποτέ, αλλά κάποτε η μοίρα μού ανταπέδωσε τη χάρη και εξαφανίστηκε και από τη δική μου δισκοθήκη.
Ο πρώτος μου ελληνικός δίσκος ήταν «Τα μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού και σήμερα, αν έπρεπε να διαλέξω έναν ελληνικό δίσκο, θα επέλεγα πάλι αυτόν. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό για μένα από ψυχαναλυτικής απόψεως.
Για ένα διάστημα δούλεψα σε δισκάδικο της γειτονιάς. Ηταν η θρυλική εποχή της κασέτας, συνήργησα σε αρκετές αντιγραφές και ζητώ συγγνώμη για αυτό. Τότε άρχισαν να μου αρέσουν εκ του μακρόθεν τα ελαφρολαϊκά και η ξένη ποπ, γεγονός που απέκρυπτα από τους φίλους μου. Ζητώ συγγνώμη και για αυτό.
Χρυσοί δίσκοι της νεότητος μου; «Φατμέ» (ο πρώτος), Clash –«London calling», Leonard Cohen – «Various positions», REM – «Fables of the reconstruction», Credence Crearwater Revival – «Green River», Μάνος Χατζιδάκις – «Ρωμαϊκή Αγορά», Sex Pistols – «Never mind the bollocks», Neil Young – «Everybody knows this is nowhere».
Εν τω μεταξύ δεν είχα δικό μου πικάπ. Αντέγραφα κι εγώ «σπιτικά» σε κασέτες και τους δίσκους τους κοιτούσα. Ούτε τώρα έχω πικάπ της προκοπής, αλλά αγαπώ αυτό που έχω. Παράλληλα διάβαζα και για το σχολείο ακούγοντας μουσική, οπότε αλλάζοντας πλευρά (όταν απέκτησα πικάπ) έκανα το διάλειμμά μου, συνήθεια που μου έμεινε. Ισως να προτιμώ τα βινύλια γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το ότι δηλαδή έχουν δύο πλευρές. Ισως και για το ότι κάποια CD δεν τελειώνουν ποτέ.
Εκτός από τα μεγάλα δισκοπωλεία – ορόσημα, υπήρχαν και κάμποσα απόμερα όπου μπορούσες να εντοπίσεις θησαυρούς. Το κρίσιμο μέγεθος εδώ παραμένει η απόσταση που μας χωρίζει από το αντικείμενο του πόθου, ας είναι απλά κι ο ποδαρόδρομος.
Σήμερα κατακλυζόμαστε από μουσική και μέσα στην αφθονία της την απαξιώνουμε. Ομως είναι απαιτητική ερωμένη, θέλει χρόνο κι εμπλοκή· αλλιώς την «ξεπετάς» χωρίς να την γνωρίσεις ποτέ. Γνωρίζοντας πια την παραγωγή εκ των έσω, την προσπάθεια και τον πόνο που απαιτεί, πιστεύω πως είναι κρίμα να ταξιδεύει κάτι μέχρι τα χέρια σου και να μην φτάνει στα αφτιά σου. Λειτουργεί καλύτερα λοιπόν το να πηγαίνεις εσύ σε αυτό, με δικά σου έξοδα –τότε θα σου μιλήσει κι εκείνο.
Οι πληροφορίες, θυμάμαι, ήταν δυσεύρετες, οι ελληνικές εκδόσεις φτωχές σε υλικό και όλα τα φανταζόμασταν με έναν τρόπο. Η άγνοιά μας όμως μας κρατούσε κοντά στην ουσία. Ετσι πλάθαμε αυθαίρετα και τα μυθικά μας πρόσωπα έξω από την επαρχιακή μαςπραγματικότητα. Σήμερα τα πρόσωπά μας είναι υπερβολικά οικεία και αυτό βεβαίως είναι αντιερωτικό.
Οπως πολλοί μουσικόφιλοι Θεσσαλονικείς, απέκτησα τη δισκογραφία των Beatles σε σκανδαλωδώς οικονομική έκδοση σοβιετικής κατασκευής. Τελικά ήταν κι ο υπαρκτός σοσιαλισμός ροκ εντ ρολ, μόνο που δεν πλήρωνε δικαιώματα…