Σε μια συνέντευξη του 1995 διαπίστωνε, όχι πολύ πρωτότυπα αλλά πάντως ξεκάθαρα, ότι «αυτό που γινόμαστε μεγαλώνοντας είναι αποτέλεσμα αυτού που γνωρίσαμε ως παιδιά». Σε μια άλλη, την ίδια χρονιά, έλεγε ότι αισθανόταν «γεμάτη από τέλειες αντιθέσεις» και ότι ενώ το ένα της μισό αγαπά αυτό που κάνει, το άλλο «αποζητά την ησυχία και την απομόνωση στην εξοχή». Δεν ήταν αντικρουόμενες δηλώσεις, αν όμως η μία φανέρωνε σιγουριά και η άλλη αβεβαιότητα, τότε μεταξύ τους προέκυπτε μια απόσταση που ίσως διανυόταν ευκολότερα με μια αναδρομή σε όσα η PJ Harvey πρωτογνώρισε και ως κορίτσι και ως ανερχόμενη μουσικός.

Οι δυο λέξεις βέβαια ίσως φαντάζουν κοινότοπες για την κόρη μιας γλύπτριας και ενός λατόμου που μεγάλωσε σε μια φάρμα του Ντόρσετ, κατά δήλωσή της, χωρίς κανένα κοριτσίστικο γούστο, αλλά με εκρηκτικά καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και πολλές εμπειρίες σε ισάριθμες μπάντες. Μία ήταν οι Automatic Dlamini του Τζον Πάρις, όπου θα μάθαινε, έλεγε αργότερα, πώς να στέκεται ενώπιον του κοινού. Μία άλλη ήταν ένα γκρουπ που, στην πρώτη του εμφάνιση, από τους πενήντα ανθρώπους έμειναν δύο. Αναποφάσιστη για όλα αυτά, η Χάρβεϊ θα πήγαινε τότε να γραφτεί στο τμήμα γλυπτικής του St Martins.

Ο βρετανός παραγωγός Τζον Πιλ είχε άλλη γνώμη. Ακούγοντας το «Dress», το πρώτο σινγκλ του γκρουπ, παίνεψε «τον τρόπο με τον οποίο η Πόλι Τζιν ακούγεται συντριμμένη από το βάρος των ίδιων της τραγουδιών». Το άλμπουμ «Dry» θεωρήθηκε ένα σκληροτράχηλο indie κομψοτέχνημα και ίσως τότε καταστάλαξε κι η ίδια. Στην αμερικανική περιοδεία της εμφανιζόταν απλή και μικροκαμωμένη, κρατώντας με αυτοπεποίθηση μια μεγάλη κιθάρα. Η ισχνή σιλουέτα και τα πένθιμα χαρακτηριστικά της συμπληρώνονταν, φωνητικά μιλώντας, άλλοτε από λυγμούς και άλλοτε από αυτοκυριαρχία. Επιστρέφοντας ωστόσο στην Αγγλία κατέρρευσε εν μέσω πιεστικών προσδοκιών ή δημοσιευμάτων για ανορεξία.

ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Επανήλθε με το «Rid of me», ένα άλμπουμ γεμάτο βασανισμένους έρωτες, το οποίο ακολουθήθηκε από το «To bring you my love», με τα αγκομαχητά της κιθάρας και το απειλητικό συναισθηματικό του τοπίο. Το «Stories from the city, stories from the sea» ήταν πιο mainstream. Το «White chalk», εσωστρεφές. Το «Let England shake» τα έβαζε με την πατρίδα, ενώ το φρέσκο «Hope six demolition project» παραμένει πολιτικό, αλλά με μεγαλύτερο βάθος πεδίου. «Οταν δουλεύω σε έναν νέο δίσκο», δήλωνε η ίδια κάποτε, «το σημαντικότερο είναι να μην επαναλαμβάνομαι. Να εξερευνώ νέες περιοχές. Γιατί όλα αυτά τα κάνω για να μαθαίνω».

Την ίδια στιγμή, ψηλάφιζε και ψηλαφίζει και τον εαυτό της, τις καταβολές ή τις αντιφάσεις της, τα όρια του φύλου ή των επιθυμιών της εν μέσω ενός κόσμου όπου, σύμφωνα με τους στίχους του «Dress», «πρέπει να υπάρχει ένα ντύσιμο που να τον ευχαριστεί». Βοηθούσης της φίλης και φωτογράφου Μαρίας Μόκνατς, η Χάρβεϊ αλλάζει εμφάνιση σε κάθε άλμπουμ, ενίοτε επιδεικνύοντας μια εσκεμμένα στρεβλή θεατρικότητα. Ενώ εξερευνούσε τις παραδοσιακές μπλουζ φόρμες στο «Το bring you…», εμφανιζόταν με αποκρουστικό μακιγιάζ, παρωδώντας την έννοια της θηλυκότητας. Στο ευπώλητο «Stories from the cities…» ήταν μια κυρία που ήλεγχε τα φεστιβαλικά πλήθη μέρα μεσημέρι. Στο «Let England shake» ήταν σαν εξωγήινος με εδουαρδιανές επιρροές, ενώ στο «Hope six…», με τη συνδρομή της σχεδιάστριας Αν Ντεμέλεμεστερ, θυμίζει σκοτεινό άγγελο που κατήλθε στη γη για να αποδώσει δικαιοσύνη.

Αλλες φορές είναι επιτυχημένη γλύπτρια και άλλες πρώην σύντροφος του Νικ Κέιβ. Αλλες η καλύτερη γυναικεία φωνή που ταίριαξε με εκείνη του Τομ Γιορκ κι άλλες περιηγήτρια στο Αφγανιστάν, στο Κόσοβο, στην Ειδομένη. Ενα πράγμα ούτε ήταν ούτε είναι –και ας της αποδόθηκε: «Ο μύθος της βασανισμένης καλλιτέχνιδας είναι ανεξέλεγκτος» έλεγε κάποτε. «Οι άνθρωποι με φαντάζονται σαν μια δαιμόνισσα που ασκεί μαύρη μαγεία, που πρέπει να είναι σκοτεινή και διεστραμμένη για να κάνει όσα κάνω. Πρόκειται για ένα σωρό βλακείες».