Στην πρώτη ομιλία του στη Βουλή στις 8/2/2015 ως πρωθυπουργός, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε, μεταξύ άλλων, αναφορά και στην παιδεία. Ο πρώτος από τους στόχους που έθετε, όμως, ήταν ο εξισωτισμός. Γελάσαμε, θεωρήσαμε ότι επρόκειτο για ένα από τα συνήθη λάθη της ελαφράς ασχετοσύνης (ίνα μη τι βαρύτερον είπω) του Αλέξη Τσίπρα με τα θέματα της γλώσσας, ότι ήθελε να πει άμβλυνση των αντιθέσεων με την εξίσωση προς τα πάνω. Λάθος. Ηταν σαφής, ό,τι έλεγε ήταν κατηγορηματικό: εννοούσε ότι, προγραμματικά, η θέση της κυβέρνησής του ήταν η εξίσωση προς τα κάτω.

Ηδη η μέθοδος του εξισωτισμού έχει αποφέρει τους καρπούς της στα πανεπιστήμια, ενώ το πρωτοβάθμιο και, κυρίως, το δευτεροβάθμιο δημόσιο σχολείο δεν κινδυνεύει –δεκαετίες τώρα λειτουργεί ως προθάλαμος του φροντιστηρίου και, ως αυτόνομη εκπαιδευτική βαθμίδα, συμβάλλει στην κυριαρχία του λειτουργικού αναλφαβητισμού, του κυρίαρχου τρόπου επικοινωνίας της πλειονότητας των Ελλήνων μεταξύ τους. Τι απέμενε; Σε έναν βαθμό, η ιδιωτική εκπαίδευση, ιδίως τα σχολεία που έχτισαν τη φήμη τους με τη σκληρή εργασία και με τον καιρό. Σχολεία που πιθανόν έχουν μια χροιά ταξικότητας, αλλά είναι προσιτά και σε χαμηλότερα βαλάντια, ενώ συχνά ανταμείβουν τους καλούς μαθητές με εκπτώσεις και άλλα κίνητρα.

Η κυβέρνηση αποφάσισε να εξισώσει τα ιδιωτικά με τα δημόσια στο όνομα της προστασίας της εργασίας των εργαζόμενων και στα ιδιωτικά καθηγητών. Πώς; Εισάγοντας τη διά βίου προστασία κάθε εκπαιδευτικού, αφού καταργεί την αξιολόγηση και το δικαίωμα του σχολείου να απολύει ή να προσλαμβάνει εκπαιδευτικούς με κριτήριο την απόδοσή τους. Ολα πρέπει να γίνονται όπως στο Δημόσιο, λένε στην κυβέρνηση. Χωρίς κριτήριο, χωρίς κύρωση για όποιον δεν αποδίδει –και εν τέλει, εις βάρος των μαθητών, που πληρώνουν για να μαθαίνουν.

Τελικά, όντως, η κυβέρνηση έχει όραμα. Στο όνομα της υποτιθέμενης διόρθωσης ταξικών αδικιών οδηγεί τη χώρα πιο χαμηλά, όλο και πιο χαμηλά.