Δύο εβδομάδες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, στο πλαίσιο των μαζικών εκκαθαρίσεων που έχει διατάξει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι τουρκικές Αρχές έχουν κλείσει περισσότερες από 130 εφημερίδες, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, εκδοτικούς οίκους και ειδησεογραφικά πρακτορεία. Εχουν επίσης εκδώσει εντάλματα σύλληψης εις βάρος 89 δημοσιογράφων. Τουλάχιστον 40 από αυτούς ήδη κρατούνται. Είκοσι ένας δημοσιογράφοι προσήχθησαν την Παρασκευή ενώπιον δικαστηρίου. Οι τέσσερις αφέθηκαν ελεύθεροι, στους υπόλοιπους 17 απαγγέλθηκαν κατηγορίες για «συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση». Αλλά αυτοί είναι απλά αριθμοί, χωρίς ονόματα, πρόσωπα και προσωπικές ιστορίες. Οπως επεσήμαινε χθες στην εφημερίδα «Ομπζέρβερ» ο δημοσιογράφος Μαχίρ Ζεϊνάλοβ, «όλοι παρέθεταν αριθμούς και στατιστικές, κανείς όμως δεν εξηγούσε πραγματικά ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Κάποιοι είναι προσωπικοί φίλοι, άλλοι είναι πολύ γνωστοί στον δημοσιογραφικό χώρο, αρκετοί είναι διάσημοι στην Τουρκία». Ο Ζεϊνάλοβ βάλθηκε λοιπόν να ανεβάζει στο twitter φωτογραφίες των συλληφθέντων δημοσιογράφων, πολλές από αυτές από τη στιγμή της σύλληψής τους, όλες συνοδεία μιας σύντομης αλλά «δυνατής» βιογραφίας που καταλήγει στην ίδια λέξη: «Συνελήφθη». Μια οδυνηρή ωδή στην ελευθεροτυπία, σε μια χώρα όπου η τελευταία δέχεται βάναυση επίθεση.

«Κάποιοι από τους δημοσιογράφους που συνελήφθησαν είναι νέοι, άλλοι ηλικιωμένοι, κάποιοι συντηρητικοί, άλλοι αριστεροί, κάποιοι είναι μυθιστοριογράφοι, άλλοι οικονομολόγοι, ορισμένοι ειδικοί σε στρατιωτικά ζητήματα. Αποδεικνύουν πως αυτό που φιμώνεται είναι ένα ευρύ φάσμα της τουρκικής κοινωνίας» δήλωσε ο Ζεϊνάλοβ, ο οποίος είναι γεννημένος στο Αζερμπαϊτζάν, έχει περάσει μεγάλο κομμάτι της ζωής του στην Τουρκία, είναι παντρεμένος με Τουρκάλα, εκδιώχθηκε προ διετίας για «δημοσίευση tweet εναντίον υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων», ζει στην Ουάσιγκτον και υπήρξε ανταποκριτής της αγγλόφωνης έκδοσης της αγγλόφωνης «Today’s Zaman» –εφημερίδας που τέθηκε «υπό κρατική κηδεμονία», μαζί με την τουρκόφωνη Zaman, τον περασμένο Μάρτιο.

Δημοσιογράφοι «ηλικιωμένοι» όπως η βετεράνος Ναζλί Ιλιτσάκ, η οποία είχε αποπεμφθεί από τη φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Sabah» το 2013 διότι επέκρινε υπουργούς της κυβέρνησης Ερντογάν που είχαν εμπλακεί σε σκάνδαλο διαφθοράς. «Συντηρητικοί» όπως ο Αλί Μπουλάτς: «Ενα δυνατό μυαλό, ένας από τους ελάχιστους ισλαμιστές κοινωνιολόγους της Τουρκίας. Αρνήθηκε να υποκλιθεί στον Ερντογάν. Συνελήφθη». «Νέοι» όπως ο Αχμέτ Μεμίτς: «Γκουρού της ψηφιακής δημοσιογραφίας. Δώστε του ένα ειδησεογραφικό πόρταλ και θα δείτε την επισκεψιμότητα να εκτοξεύεται. Επικριτής της κυβέρνησης -συνελήφθη». «Φιλελεύθεροι» όπως ο Αρντά Ακίν: «Γνωστός για άρθρα που ενοχλούσαν βαθύτατα την κυβέρνηση. Βρυχάτο όταν ήταν απαραίτητο, χωρίς φόβο. Συνελήφθη». Κατηγορούνται όλοι για «συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση» του εξόριστου στις ΗΠΑ ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος υποδεικνύεται από τον Ερντογάν ως εγκέφαλος του αποτυχημένου πραξικοπήματος. «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να αποδείξουν οι ΗΠΑ πως δεν ήταν μπλεγμένες στο πραξικόπημα: να παραδώσουν τον Γκιουλέν στην Τουρκία», διακήρυξε χθες ο δήμαρχος της Αγκυρας Μελίχ Γκοκτσέκ.

Ο έλεγχος του στρατού

Αν δεν είχε ήδη καταστεί σαφές, ο Ερντογάν επαναβεβαίωσε μέσα στο Σαββατοκύριακο την πρόθεσή του να ενισχύσει τον έλεγχό του επί του στρατού με έναν βομβαρδισμό από ανακοινώσεις. Ακόμη 1.400 στρατιωτικοί ήρθαν να προστεθούν στους 149 στρατηγούς (σχεδόν το ήμισυ του συνόλου των στρατηγών), τους 1.099 αξιωματικούς και τους 436 κατώτερους αξιωματικούς που είχαν ήδη παυθεί. Παράλληλα, ανακοινώθηκε πως κλείνουν όλες οι στρατιωτικές σχολές της Τουρκίας: θα αντικατασταθούν από μία νέα στρατιωτική ακαδημία, ώστε να υπάρχει κεντρικός έλεγχος. Ο τούρκος πρόεδρος επιβεβαίωσε επίσης αυτό που είχε δηλώσει τούρκος αξιωματούχος υπό την κάλυψη της ανωνυμίας την περασμένη εβδομάδα: θέλει να ελέγχει απευθείας τόσο τους επικεφαλής των στρατιωτικών επιτελείων όσο και τις υπηρεσίες πληροφοριών. «Θα καταθέσουμε στο Κοινοβούλιο μια μικρή συνταγματική μεταρρύθμιση η οποία, αν εγκριθεί, θα περάσει την εθνική υπηρεσία πληροφοριών και τους επικεφαλής των επιτελείων στον έλεγχο της προεδρίας» δήλωσε. Για να εγκριθεί αυτή η «μικρή συνταγματική μεταρρύθμιση» χρειάζεται πλειοψηφία δύο τρίτων στην τουρκική Βουλή. Το AKP θα χρειαστεί λοιπόν τη στήριξη κάποιων κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Εν αναμονή, η κυβέρνηση διόρισε στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (πέραν του πρωθυπουργού και του υπουργού Αμυνας που ήταν μέχρι τώρα οι μοναδικοί εκπρόσωποι της κυβέρνησης στο σώμα) και τους υπουργούς Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και Εξωτερικών, καθώς και τους αντιπροέδρους της κυβέρνησης. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία τέθηκαν υπό τον έλεγχο του υπουργείου Υγείας. Και ο υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε πως η αστυνομία θα μπορεί να φέρει πλέον βαρέα όπλα, μία απόφαση που ερμηνεύεται ως ένας τρόπος αντιστάθμισης τής (ούτως ή άλλως συνεχώς μειούμενης) ισχύος του στρατού.

Μέσα στο Σαββατοκύριακο κυκλοφόρησαν επίσης στα σόσιαλ μίντια φήμες πως οι Αρχές φοβούνταν και δεύτερο πραξικόπημα, επικαλούνταν μάλιστα ως απόδειξη μια αυξημένη παρουσία της τουρκικής αστυνομίας πέριξ της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ, η οποία χρησιμοποιείται για αποστολές από τις δυνάμεις της Συμμαχίας, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, που βομβαρδίζει το ISIS στη Συρία και το Ιράκ. Μιλώντας χθες στο Reuters, αξιωματούχος του αμερικανικού στρατού διέψευσε τα περί αυξημένης αστυνομικής παρουσίας, μίλησε για «business as usual». Τα μέτρα ασφαλείας στη βάση ήταν πάντως πράγματι αυξημένα λόγω της επίσκεψης του στρατηγού Τζόζεφ Ντάνφορτ, αρχηγού του γενικού επιτελείου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων –σε μια περίοδο μεγάλης έντασης στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις λόγω του Γκιουλέν και της επίμονης απαίτησης των τουρκικών Αρχών να εκδοθεί στην Τουρκία.

Τριβές στις σχέσεις Αγκυρας – ΕΕ

Τα όσα ακολούθησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα, όμως, οι περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι στον στρατό, τη Δικαιοσύνη, τις δημόσιες υπηρεσίες και την εκπαίδευση που έχουν είτε συλληφθεί είτε καθαιρεθεί είτε τεθεί υπό έρευνα, προκαλούν έντονες τριβές και στις σχέσεις της Αγκυρας με την ΕΕ –με τον Ερντογάν να καλεί όσους εκφράζουν ανησυχία να «κοιτάζουν τη δουλειά τους». Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο τούρκος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων άσκησε χθες έντονη κριτική στη Γερμανία για την απόφαση την οποία έλαβαν οι Αρχές και επικύρωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο να απαγορεύσει λόγω φόβων για τη δημόσια τάξη ομιλία του Ερντογάν, μέσω τηλεδιάσκεψης, σε φιλοκυβερνητική διαδήλωση Τούρκων στην Κολωνία. «Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για τη διαδήλωση εναντίον του πραξικοπήματος στην Κολωνία αποτελεί απόλυτη οπισθοδρόμηση όσον αφορά την ελευθερία του λόγου και της ελευθερίας» διαμήνυσε μέσω twitter, στα αγγλικά, ο Ομέρ Τσελίκ, την ώρα που η μία μετά την άλλη οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του Τύπου, από τη Διεθνή Αμνηστία και το Παρατηρητήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέχρι την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων, καταδικάζουν τα τεκταινόμενα στην Τουρκία.