«Ημουν μαθήτρια στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1962 και μια παράσταση που με είχε μαγέψει ήταν “Το μπαλκόνι” του Ζαν Ζενέ στο Θέατρο της Ελσας Βεργή. Ηταν μια παράσταση του Βολανάκη για την οποία είπα ότι “δεν έχω ξαναδεί τέτοιο θέατρο”. Ηταν εξαιρετική. Αυτή μου έχει μείνει περισσότερο ακόμη και από τις επόμενες παραστάσεις του Βολανάκη.

Δεν θυμάμαι αν πήγα με τη σχολή ή μόνη μου, επειδή τότε είχαμε πάσο και μπαίναμε σε όλα τα θέατρα δωρεάν. Θυμάμαι ότι όταν την είδα –έπαιζε η Καλογεροπούλου –και βγήκα έξω από την αίθουσα, είπα “έτσι πρέπει να είναι το θέατρο”. Είχα δει βέβαια αρκετές παραστάσεις μέχρι τότε, αλλά καμία που να είχε αυτό το επίπεδο. Ισως ήταν η πρώτη παράσταση του Βολανάκη που είδα (σ.σ.: όντως ήταν η πρώτη εργασία του σκηνοθέτη στην Ελλάδα, ύστερα από τη λαμπρή σταδιοδρομία στο αγγλικό θέατρο) και ξαναβρήκα αυτό το επίπεδο σε άλλες παραστάσεις του σκηνοθέτη.

Ηταν μια μαγική στιγμή, από τα σκηνικά και τα κοστούμια μέχρι τους ηθοποιούς. Αν και ως σπουδαστές δεν εκτιμούσαμε κανέναν, όλους χάλια τούς βρίσκαμε, σε αυτή την παράσταση οι ηθοποιοί μάς είχαν αφήσει άναυδους. Λέγαμε ότι αυτό είναι το θέατρο και όχι αυτό που μας διδάσκουν. Στη Σχολή του Εθνικού είχα καθηγήτρια τη Μιράντα Μυράτ, η οποία μας έλεγε “δεν κοιτάμε ποτέ στα μάτια τον θεατή, αλλά στο μέτωπο”. Αναρωτιόμασταν λοιπόν με τον συμμαθητή μου τον Σταμάτη Φασουλή “πώς θα μιλάμε και θα κοιτάμε στο μέτωπο;”. Αυτό δεν μπορεί να το πάρει σοβαρά ένα παιδί που θέλει να κάνει θέατρο και κάναμε με τον Σταμάτη αστεία, παίζαμε και κοίταζε ο ένας το μέτωπο του άλλου και γελάγαμε. Θέλω να πω ότι δεν είχαμε πάρει πολύ σοβαρά τους καθηγητές μας εκτός από πολύ λίγους. Είχαμε όμως και ένα θράσος ότι εμείς θα τα κάνουμε σωστά.

Η ΕΠΟΧΗ. Εκείνη την εποχή το θέατρο δεν ήταν στα καλύτερά του, απ’ ό,τι μπορώ να θυμηθώ. Υπήρχαν παραστάσεις που μου έκαναν εντύπωση, όπως του Κουν και του Βολανάκη, αλλά χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι είχαμε πάει σε μια παράσταση και φύγαμε στη μέση. Ηταν του Δημήτρη Μυράτ, δεν θυμάμαι ούτε καν το έργο. Ημασταν όλη η τάξη της σχολής και ο ίδιος ο Μυράτ μάς υπέγραψε για να μπούμε και να μην πληρώσουμε εισιτήριο. Φύγαμε στα μισά της παράστασης γιατί δεν μας άρεσε. Ο Μυράτ σταμάτησε την παράσταση και είπε “αυτοί που φεύγουν τώρα είναι οι σπουδαστές της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου” και φυσικά έπεσαν τα μούτρα μας και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ημασταν θρασύτατα παιδιά τότε, καταλάβαμε όλοι ότι ήταν χοντράδα αυτό που κάναμε, αλλά νομίζαμε –εξού και σιγά σιγά προέκυψε το Ελεύθερο Θέατρο –ότι το θέατρο είναι λάθος και ότι εμείς θα το διορθώσουμε».