Με την κλιματική αλλαγή να μας έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα, η βελτίωση του μικροκλίματος μπορεί να μειώσει δραστικά το αίσθημα της δυσφορίας που προκαλείται από τη ζέστη και την υγρασία και να συμβάλει στην ανάσχεση της υποβάθμισης της ποιότητας ζωής των κατοίκων που ζουν στις πυκνοδομημένες περιοχές.

Το πρόβλημα όμως με τα φυσικά κλιματιστικά είναι ότι δεν ενεργοποιούνται –όποτε εμείς θέλουμε –με το πάτημα ενός κουμπιού, όπως συμβαίνει με τα συμβατικά κλιματιστικά.

Απαιτούν τη δημιουργία και δικτύωση των ρεμάτων και ποταμών με τους ελεύθερους χώρους και τους χώρους πρασίνου που διευκολύνουν τη ροή του αέρα. Σήμερα αυτοί οι χώροι είναι κατακερματισμένοι και ασύνδετοι μεταξύ τους. Ετσι, σύμφωνα με τους ειδικούς, προτείνεται η δημιουργία ενός πλέγματος πράσινων και υδάτινων διαδρομών που θα συνδέει τους ήδη υπάρχοντες μικρούς και μεγάλους ελεύθερους χώρους μαζί με τα ρέματα.

Τμήματα μιας τέτοιας υποδομής μπορούν να αποτελέσουν οι ελεύθεροι χώροι που αναπτύσσονται κατά μήκος φυσικών διαδρομών όπως είναι τα ποτάμια και οι ρεματιές ή κατά μήκος σιδηροδρομικών γραμμών, αδόμητων περιοχών κ.λπ.

Η διαφορά της θερμοκρασίας

Η στόχευση πλέον είναι στη βελτίωση του αστικού μικροκλίματος ώστε να μειωθούν η υπερθέρμανση και οι ενεργειακές ανάγκες για κλιματισμό. Κι αυτό επειδή το φαινόμενο της αύξησης της θερμοκρασίας στις πυκνές αστικές περιοχές –σε σχέση με τις περιαστικές και αγροτικές -, είναι εξαιρετικά ισχυρό στην Αθήνα και αναπτύσσεται κυρίως στις κεντρικές και δυτικές περιοχές. Η θερμοκρασιακή διαφορά μπορεί να φτάσει ακόμη και τους 10 βαθμούς Κελσίου!

Σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται ο ρόλος της φύσης μέσα στις πόλεις, δηλαδή η ανάγκη εισροής των φυσικών στοιχείων μέσα στον αστικό ιστό.

«Οι σύγχρονες τάσεις –και πρακτικές που εφαρμόζονται διεθνώς –αφορούν την αναβάθμιση των λειτουργιών των ρεμάτων στο αστικό περιβάλλον. Οι δράσεις περιλαμβάνουν την αποκάλυψη, την επαναφορά και την αποκατάσταση των ρεμάτων» επισημαίνει η αρχιτέκτων – μηχανικός και υποψήφια διδάκτωρ στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Ευαγγελία Ντάφα στη μεταπτυχιακή – διπλωματική της εργασία «Δίκτυο πράσινων και μπλε διαδρομών ως εργαλείο μητροπολιτικού περιβαλλοντικού σχεδιασμού».

Ωστόσο, όπως λέει, «στην Ελλάδα παρατηρείται μια συνολική υποβάθμιση των περισσότερων ρεμάτων –ιδίως στο Λεκανοπέδιο –με την κάλυψη, τη διευθέτησή τους με κλειστούς αγωγούς αλλά και τη μετατροπή τους σε σκουπιδότοπους. Αυτό έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την καταστροφή της ποιότητας του νερού και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων που ζουν στις γύρω περιοχές».

Ο θερμοστάτης του Λεκανοπεδίου

Ο Κηφισός θεωρείται από πολλούς ειδικούς ως ο θερμοστάτης του Λεκανοπεδίου. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη που έγινε από την Ομάδα Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας του Συνδέσμου Αποφοίτων Βρετανικών Πανεπιστημίων, η ανάπλαση του ποταμού θα μειώσει τη θερμοκρασία -ιδίως των παραποτάμιων περιοχών -από 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου.

Στην εργασία της Ευαγγελίας Ντάφα προτείνεται η σύνδεση του Κηφισού με την Πεντέλη μέσω της αποκατάστασης των υπαρχόντων ρεμάτων και την αξιοποίηση των ελεύθερων χώρων. Οπως επισημαίνεται, προκειμένου να δημιουργηθεί το πλέγμα απαιτείται η επαναφορά των ρεμάτων του Ποδονίφτη, του Γιαμπουρλά, του Αμαρουσίου (Σαπφούς), της Πεντέλης – Χαλανδρίου, της Μύρνας – Κοκκιναρά. Σήμερα, τμήματα των ρεμάτων έχουν καλυφθεί και βρίσκονται κάτω από τον αστικό ιστό. Την ίδια ώρα, χρειάζεται η προστασία των ελεύθερων τμημάτων και η διαμόρφωσή τους σε χώρους αναψυχής.

Ενα βασικό παράδειγμα που παρουσιάζεται στη μελέτη είναι η σύνδεση της Βορειοανατολικής Αθήνας με το κέντρο της πόλης μέσω ενός πράσινου διαδρόμου που θα ξεκινά από την Πεντέλη, θα διασχίζει το ρέμα Κοκκιναρά στην Πολιτεία, θα περνά από την οδό Κολοκοτρώνη στην Κηφισιά, το Κτήμα Συγγρού και θα ακολουθεί τις γραμμές του ΗΣΑΠ (από τον σταθμό Αμαρουσίου μέχρι τον σταθμό της Ειρήνης). Στη συνέχεια, θα βρίσκει το Ολυμπιακό Στάδιο, θα συνεχίζει στα Τουρκοβούνια, θα ακουμπά στο Αττικό Αλσος, απ’ όπου θα καταλήγει στη Λεωφόρου Κωνσταντίνου Τσαλδάρη και από εκεί στο Πεδίον του Αρεως. Μελλοντικά μπορεί να συνδεθεί με τον λόφο του Στρέφη, τον Λυκαβηττό, το Ζάππειο και τον λόφο του Φιλοπάππου.

Αντίσταση στην κλιματική αλλαγή

Είναι πλέον κοινό μυστικό ότι ο καιρός έχει αλλάξει. Υψηλές θερμοκρασίες, υγρασία, ξαφνικές και δυνατές βροχοπτώσεις εναλλάσσονται όλο και πιο συχνά. Ετσι, όπως αναφέρει ο ομότιμος καθηγητής Πολεοδομίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Γιάννης Πολύζος, ο κατάλληλος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός μπορεί να προσφέρει λύσεις για την αντιμετώπιση των φαινομένων που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή.

Σε μελέτη που έγινε από το Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος του ΕΜΠ (Γιάννης Πολύζος, Δημήτρης Μπαλαμπανίδης, Λουκάς Τριάντης) προτείνεται η αύξηση του πρασίνου (στο Λεκανοπέδιο αντιστοιχούν μόλις 2,55 τ.μ. ανά κάτοικο) και η δικτύωση των ελεύθερων χώρων. Κι αυτό προκειμένου να διευκολύνεται η κίνηση των αέριων ρευμάτων από τα βουνά προς τις πυκνοδομημένες περιοχές ώστε να ανανεώνεται ο αέρας στην πόλη. Για παράδειγμα, ένας πράσινος διάδρομος που προτείνεται, μήκους 18 χλμ., ενώνει τη Μονή Καισαριανής στον Υμηττό με τη Μονή Δαφνίου στο όρος Αιγάλεω.

Τα ρέματα δεν αποτελούν μόνο ένα φυσικό κλιματιστικό για την πόλη, αφού δημιουργούν διαύλους για να κυκλοφορούν τα αέρια ρεύματα. Σύμφωνα με ειδικούς, έχει αποδειχθεί ότι το κλείσιμό τους ευθύνεται για τις πλημμύρες των περιοχών. Οπως αναφέρει ο πρώην διευθυντής στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών Μιχάλης Πετράκης, το 95% των προβλημάτων που προκύπτουν από τα ρέματα οφείλεται στον κακό σχεδιασμό και μόνο το 5% στα καιρικά φαινόμενα.

Στην Αττική εκτιμάται ότι ρέματα μήκους 550 χιλιομέτρων είναι είτε μπαζωμένα είτε καταπατημένα, ενώ σε πολλά από αυτά έχουν χτιστεί οι κοίτες κι άλλα έχουν μετατραπεί σε χωματερές.

Την ίδια ώρα, η έντονη τσιμεντοποίηση σε συνδυασμό με την έλλειψη χώματος –που παρατηρείται σχεδόν παντού στο Λεκανοπέδιο και ιδίως στα δυτικά προάστια –δημιουργεί ορμητικούς χειμάρρους που αυξάνουν τον κίνδυνο για πλημμύρες.

«Τα ρέματα δεν πρέπει να μπαζώνονται για να μην πνιγόμαστε. Είναι έτσι διαμορφωμένα ώστε να κατεβαίνουν γρήγορα τα νερά» αναφέρει ο καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Παναγιώτης Τουρνικιώτης.

Και συμπληρώνει: «Τα ρέματα όμως τον περισσότερο χρόνο είναι στεγνά. Για τον λόγο αυτόν πρέπει οι επιφάνειες τους να είναι ελεύθερες για το βίαιο πέρασμα του νερού και, την ίδια ώρα, να είναι έτσι διαμορφωμένος ο ευρύτερος χώρος –όπως είναι για παράδειγμα οι όχθες –ώστε να αποτελεί ένα ασφαλές και ευχάριστο μέρος για τον κόσμο».

Κι αν τώρα οι καύσωνες προκαλούν δυσφορία, η κατάσταση αναμένεται να χειροτερέψει στο μέλλον, αφού είναι πολύ πιθανό οι καύσωνες να γίνουν πιο συχνοί με μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση. Σημειώνεται ότι η μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος (παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2011) κατέδειξε ότι οι μεταβολές στη συχνότητα και στην ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων θα είναι μια από τις κύριες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα με επακόλουθες αρνητικές επιδράσεις στην ευπάθεια των κοινωνιών και των οικοσυστημάτων λόγω της έκθεσής τους σε περιβαλλοντικούς κινδύνους.