Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Μελέτης Ουρολογικών Παθήσεων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου επισημαίνουν ότι η ενούρηση, δηλαδή η απώλεια ούρων από το παιδί κατά τη διάρκεια της νύχτας στο κρεβάτι σε ηλικία μεγαλύτερη των 5 ετών, αποτελεί μία από τις συχνότερες διαταραχές της παιδικής ηλικίας.

Η μειωμένη χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης, η αυξημένη λήψη υγρών πριν από την κατάκλιση και ο βαθύς ύπνος είναι οι τρεις κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην ενούρηση. Ανεξάρτητα από το αίτιο, το οικογενειακό ιστορικό φαίνεται να παίζει ρόλο (αν ο ένας γονιός βρεχόταν στην παιδική του ηλικία, η πιθανότητα να συμβεί το ίδιο σε κάποιο από τα παιδιά του αυξάνεται κατά 8 φορές).

Η αναπτυξιακή και πνευματική καθυστέρηση, καθώς και η υπερκινητικότητα αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο, ενώ έχουν ενοχοποιηθεί και περιγεννητικά προβλήματα όπως η προεκλαμψία και το χαμηλό βάρος γέννησης του νεογνού. Τέλος, ψυχολογικοί παράγοντες και διαταραχές συμπεριφοράς φαίνεται να σχετίζονται με την ενούρηση.

Στο 80% των περιπτώσεων είναι πρωτοπαθής (δηλαδή, το παιδί δεν έχει ποτέ αποκτήσει τον έλεγχο της ούρησης), ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις είναι δευτεροπαθής (το παιδί είχε μείνει στεγνό για τουλάχιστον έξι μήνες και μετά ξανάρχισε να βρέχεται).

Η θεραπεία συνιστάται μετά την ηλικία των 6 ετών. Πάντα πρέπει να προηγείται ολοκληρωμένος έλεγχος από τον παιδίατρο. Πολύ σημαντικό για τον καθορισμό της θεραπείας είναι το ημερολόγιο ούρησης. Οι γονείς μετρούν και καταγράφουν τις ποσότητες των ούρων που αποβάλλει το παιδί την ημέρα και τη νύχτα, τις ποσότητες των υγρών που πίνει και τις ώρες που τα πίνει.

Οι θεραπευτικές επιλογές κυμαίνονται από τη συντηρητική αντιμετώπιση με τη μείωση της λήψης υγρών πριν από τον ύπνο και το ξύπνημα του παιδιού με ξυπνητήρι για να ουρήσει το βράδυ (7 στις 10 περιπτώσεις θεραπεύονται με αυτόν τον τρόπο) έως τη χορήγηση φαρμάκων (όπως η δεσμοπρεσσίνη).