Ρίο ντε Ζανέιρο: Ο πρώτος τόπος στη Λατινική Αμερική που φιλοξένησε το σινεμά. Αυτά το έτος 1896, έξι μόλις μήνες μετά την πρώτη περίφημη κινηματογραφική προβολή των αδελφών Λιμιέρ. Δεν ήταν τυχαίο που το σινεμά της Βραζιλίας γνώρισε μια τεράστια άνθηση: Στις αρχές του εικοστού αιώνα (συγκεκριμένα την περίοδο 1908-1912) οι κινηματογραφικές αίθουσες ήταν τόσες, που η εποχή εκείνη έμεινε στην Ιστορία ως η «bela época» του βραζιλιάνικου κινηματογράφου, με εκατό ταινίες μικρού μήκους ανά έτος. Σιγά σιγά, όμως, οι πολυεθνικές άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι και σύντομα οι βραζιλιάνοι κινηματογραφιστές υποβιβάστηκαν στην παραγωγή «επίκαιρων» και ντοκιμαντέρ. Ετσι, λίγοι αφοσιωμένοι καλλιτέχνες έστησαν «αντάρτικα» το δικό τους σύστημα παραγωγής, μακριά από τα αστικά κέντρα του Ρίο ντε Ζανέιρο. Το βραζιλιάνικο σινεμά όμως έχει να επιδείξει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, με σταθμούς που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, άφησαν ένα βαθύ αποτύπωμα στην παγκόσμια φιλμογραφική κουλτούρα. Οι ταινίες που ακολουθούν, επιλεγμένες ενδεικτικά, αποτελούν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου.

«Τα όρια» (1930)

Δύο γυναίκες κι ένας άνδρας σε μια βάρκα, κάπου στη μέση του ωκεανού. Μαθαίνουμε τις ιστορίες τους σε φλασμπάκ: Η πρώτη, μια φυλακισμένη που απέδρασε. Η δεύτερη, βασανισμένη σύζυγος ενός μεθυσμένου μουσικού. Και ο τρίτος, ένας χήρος που ξεκινά μια απελπισμένη σχέση με μια παντρεμένη γυναίκα, για να ανακαλύψει πως είναι λεπρή. Μόνο η πρώτη θα επιβιώσει –για να οδηγηθεί ξανά στη φυλακή. Ο σκηνοθέτης Μάριο Πεϊσότο, μόλις 19 χρονών, κατακερματίζει την αφήγηση μέσα από ασυνήθιστες γωνίες λήψης και ένα μοντάζ που παραπέμπει στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό.

«Μαύρος Ορφέας» (1959)

Ευφάνταστη μεταφορά της ιστορίας του Ορφέα και της Ευρυδίκης που γυρίστηκε στο Ρίο ντε Ζανέιρο από τον γάλλο σκηνοθέτη Μαρσέλ Καμί, με ως επί το πλείστον ερασιτέχνες βραζιλιάνους ερμηνευτές. Ο Καμί μοιάζει να αντιλαμβάνεται πλήρως τον γήινο, χωματένιο λυρισμό της λατινοαμερικανικής αφήγησης. Χρυσός Φοίνικας το 1959 στο Φεστιβάλ των Καννών και Οσκαρ καλύτερης ταινίας το 1960 –το οποίο όμως πιστώθηκε στη Γαλλία.

«Η υπόσχεση» (1962)

Γονυπετής ένας αγρότης παρακαλεί τον Θεό να σώσει το άρρωστο μουλαράκι του, δίνοντας όρκο πως σε αντάλλαγμα θα χαρίσει τη γη του στους φτωχούς και θα κουβαλήσει έναν σταυρό από τον τόπο του μέχρι την εκκλησία του Σαλβαδόρ. «Κομμουνιστής» για κάποιους, «παγανιστής» για άλλους, ο ήρωας θα πέσει νεκρός από τα πυρά της αστυνομίας λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία και το συγκεντρωμένο πλήθος θα σύρει, λατρευτικά, το πτώμα του σ’ αυτή. Χρυσός Φοίνικας το 1962.

«Θεός και Διάβολος στη Γη του Ηλιου» (1964)

Πρώτο σημαντικό δείγμα του cinema novo (η nouvelle vague της Λατινικής Αμερικής), η ταινία ξεκινά από τη δεκαετία του 1940, όπου κατά τη διάρκεια μιας ξηρασίας ένας εργάτης σκοτώνει το αφεντικό του και αναζητά άσυλο μαζί με τη γυναίκα του. Στον δρόμο θα ενώσει τις δυνάμεις του με μια αυτοαποκαλούμενη αγία, ενώ ο σκηνοθέτης Γκάουμπερ Ρόχα συνδυάζει μυστικισμό, χριστιανισμό και λαϊκή κουλτούρα, απορρίπτοντας εντέλει όλα τα σκοτεινά δόγματα πολιτισμού και θρησκείας.

«Σκότωσε την οικογένειά του και πήγε σινεμά» (1969)

Ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος. Μόνο που ύστερα απ’ όλα αυτά ο δολοφόνος παρακολουθεί, σχετικά αδιάφορα, τέσσερις ταινίες μικρού μήκους, όλες τους στημένες σαν «επίκαιρα» σε μια σκληρή κριτική των ελεγχόμενων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο Ζουλιάνο Μπρεζάν σκηνοθετεί με αυθάδεια ένα αναρχικό φιλμ που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Το 1991 γυρίστηκε και ένα ριμέικ με τον ίδιο τίτλο.

«Πισότε: Το χαμίνι του Σάο Πάολο» (1981)

Ο 10χρονος Πισότε συλλαμβάνεται από την αστυνομία για θα βρεθεί στις φυλακές ανηλίκων. Ηθοποιοί –κυριολεκτικά –από τον δρόμο σε μια ταινία αδυσώπητα σκληρή και αληθινή. Ο πρωταγωνιστής θα σκοτωθεί σε συμπλοκή με την αστυνομία 10 χρόνια αργότερα. Ο σκηνοθέτης ο Εκτορ Μπαμπένκο –που πέθανε από καρδιακή προσβολή τον περασμένο Ιούλιο σε ηλικία 70 ετών –θα ταξιδέψει για το Χόλιγουντ (βλέπε παρακάτω).

«Το φιλί της γυναίκας αράχνης» (1985)

1976, Αργεντινή, χούντα. Ο Βαλεντίν είναι φυλακή γιατί είναι αριστερός. Ο Μολίνα γιατί είναι ομοφυλόφιλος. Μοιράζονται το ίδιο κελί. Μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το απαγορευμένο μυθιστόρημα του Μανουέλ Πουίγκ, ο Μπαμπένκο θα αποσπάσει από τον πρωταγωνιστή του Γουίλιαμ Χαρτ μια ερμηνεία που θα βραβευτεί –δικαίως –με Οσκαρ. Μεγάλη εμπορική επιτυχία –ακόμα και στην Ελλάδα.

«Κεντρικός σταθμός» (1999)

Το τρυφερό road movie του Βάλτερ Σάλες ήταν υποψήφιο για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας αλλά και για την υπέροχη ερμηνεία της Φερνάντα Μοντενέγκρο –τελικά το έχασε από τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ του Fargo. Εξακολουθεί να είναι η μόνη βραζιλιάνα ηθοποιός που έφτασε τόσο μακριά.

«Η πόλη του Θεού» (2002)

Ο Φερνάντο Μεϊρέγες πήρε την ιδέα του Πισότε και τη σερβίρισε με γραφή –και βία –α λα Κουέντιν Ταραντίνο: το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να μη γνωρίσει σαρωτική επιτυχία τόσο στα ταμεία όσο και στα φεστιβάλ, ενώ ο ίδιος συνέχισε μεταφέροντας στην οθόνη έργα του Τζον Λε Καρέ («Ο επίμονος κηπουρός») αλλά και του Ζοζέ Σαραμάγκου («Περί τυφλότητος»).