Το 1917 και αφού πλέον είχε επιβληθεί στη Ρωσία η Επανάσταση, απλοί στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού γιορτάζοντας τη νίκη στη Μόσχα και στην αργότερα βαφτισμένη Κόκκινη Πλατεία ανέβασαν «ερασιτεχνικά», ας πούμε εκ του προχείρου, σε δύο απανωτές βραδιές την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Εικάζω πως πίσω από τις δύο αυτές όντως «επαναστατικές» πράξεις θα πρέπει να κρύβονταν «καθοδηγητές» με μεγάλη κλασική παιδεία. Θυμίζω πως πρώτος υπουργός Παιδείας της επαναστατικής εκείνης κυβέρνησης ήταν ο Ανατόλ Λουνατσάρσκι, μια μείζων πνευματική προσωπικότητα και προσωπικός φίλος του Λένιν. Είναι εκείνος ο άνθρωπος που έβαλε τα στήθη του και σταμάτησε τον όχλο που είχε καταλάβει τα τσαρικά ανάκτορα και απειλούσε να καταστρέψει όλα τα έργα τέχνης της τυραννικής εξουσίας. Εκείνος λοιπόν ο πνευματικός ηγέτης εμπόδισε τον βανδαλισμό με το εξόχως βαθιά ιστορικά φιλοσοφικό επιχείρημα: «Τι πάτε να κάνετε, σύντροφοι, αυτά τα έργα γλυπτικής, ζωγραφικής, κεραμικής, αργυροχοΐας είναι κατασκευασμένα από λαϊκούς μαστόρους και καλλιτέχνες που προέρχονται από τον απλό λαό». Ετσι διατηρήθηκαν έως σήμερα το Μουσείο του Ερμιτάζ και τα άλλα μεγάλα μουσεία της Ρωσίας.

Οταν λοιπόν ο Κόκκινος Στρατός ανέβασε στην Πλατεία της Μόσχας με άνδρες (όπως στην αρχαιότητα), στρατιώτες προλετάριους, τη «Λυσιστράτη», είχε τονίσει έντονα τον ερωτισμό του έργου. Τότε ο Λουνατσάρσκι επενέβη και απαγόρευσε την παράσταση (η πρώτη μιας μεγάλης σειράς λογοκρισία στη Σοβιετική Ενωση) με την αιτιολογία πως τα φαντάρια (δικαιολογημένα προφανώς λόγω ελλείψεως ερωτικών επαφών στη διάρκεια της εξέγερσης) έπρεπε να τονίσουν κυρίως το φιλειρηνικό και αντιπολεμικό μήνυμα του έργου!

Αλλά νομίζω πως οι απλοί στρατιώτες, όποιου καιρού, έχουν συχνά καλύτερο ένστικτο και οσφραίνονται το κυρίαρχο μήνυμα των έργων. Κι ας λένε οι ελίτ!

Ας πιάσουμε τα πράγματα από τα κέρατα.

Εν πρώτοις ο Αριστοφάνης πότε και γιατί γράφει τη «Λυσιστράτη». Η αθάνατη αυτή κωμωδία γράφεται όταν ο δημαγωγός (ηγέτης του δημοκρατικού κόμματος στην Αθήνα) Κλέων κατόρθωσε μετά δύο αποτυχημένες απόπειρες να αποσπάσει από την Εκκλησία του Δήμου και τη Βουλή την απαγόρευση του «ονομαστί κωμωδείν», της πάγιας ιστορικά κατοχυρωμένης συνήθειας των κωμωδιογράφων να «ξεφωνίζουν» δημόσια και ονομαστικά τους πολιτικούς, τις πράξεις τους και τα χούγια τους. Μετά την απαγόρευση ο Αριστοφάνης (και οι άλλοι κωμικοί ποιητές) το έριξαν στις «ουτοπίες»! Ετσι έχουμε μια σειρά έργων του τύπου «τι θα συνέβαινε αν…». Αν οι γυναίκες εν καιρώ πολέμου έκαναν ερωτική απεργία! Αν οι γυναίκες καταλάμβαναν την εξουσία και νομοθετούσαν! Αν ζωντάνευαν οι πεθαμένοι ποιητές και ξαναγύριζαν στην Αθήνα να συμβουλέψουν τον Δήμο που το είχε ρίξει στο σορολόπ. Αν ο τυφλός Πλούτος έβλεπε και μοίραζε δίκαια το χρήμα! Και αν οι γυναίκες απαγόρευαν στους ποιητές (Ευριπίδης) να τις εκθέτουν ως μεθύστακες και ξεπορτίζουσες προς άγραν ερωμένων! Και κάτι ακόμη. Τη «Λυσιστράτη» την έπαιξαν το 411 π.Χ., όπως όλα τα αρχαία δράματα, άνδρες σε όλους τους ρόλους, αλλά και την είδαν μόνο άνδρες γιατί οι γυναίκες και οι δούλοι έβλεπαν τραγωδίες, όχι όμως και κωμωδίες, για τον απλούστατο λόγο ότι η αρχαία κωμωδία σατίριζε κυρίως τους θεσμούς της πόλης (Βουλή, δικαστήρια, εκπαίδευση, διπλωματία, εξωτερική πολιτική, στράτευμα), πράγματα με τα οποία οι γυναίκες δεν είχαν ούτε σχέση ούτε ιδέα ούτε γνώμη!

Γι’ αυτό και το μοναδικό επιχείρημα που επιστρατεύουν οι αριστοφανικές γυναίκες εναντίον του πολέμου είναι το σφράγισμα του υπογάστριου!

Αν ρίξει κανείς μια ματιά –έστω και πρόχειρη –και στους «Αχαρνής», στην «Ειρήνη», στη «Λυσιστράτη», στις «Θεσμοφοριάζουσες», στις «Εκκλησιάζουσες» και στον «Πλούτο», θα διαπιστώσει πως τα αγαθά που υμνούνται και προσδοκώνται μετά την επικράτηση της «ουτοπίας», δηλαδή του απραγματοποίητου ονείρου, είναι το πανηγύρι, το φαΐ, το πιοτί, η παρέα και ο διάχυτος ερωτισμός, ιδιαιτέρως ο θύων στη Δημόσια Αφροδίτη.

Θεοί κυνηγούν κοψίδια, γριές κυνηγούν εφήβους, γέροι χαλβαδιάζουν με παρθένες, δούλοι κλέβουν οπώρας και ομοφυλόφιλοι ρημάζουν τις συκιές.

Και όλα αυτά πότε; Εν καιρώ πολέμου. Η «Λυσιστράτη» αλλά και όλα τα έργα του Αριστοφάνη πλην του «Πλούτου» γράφονται και παίζονται ενώ μαίνεται ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, σκοτώνονται νέα παιδιά και η Αθήνα χάνει το ένα τρίτο των κατοίκων της από τον λοιμό, τον κοιλιακό τύφο, αποτέλεσμα της μόλυνσης των πηγαδιών.

Είδατε γιατί τα φαντάρια το 1917 ερωτικά προσέγγισαν τη «Λυσιστράτη», διότι είναι ιστορικά τεκμηριωμένο πως σε εποχές κινδύνου, πολέμου, πανδημιών, σεισμών, λοιμών, καταποντισμών αυξάνεται η λίμπιντο, σαν άμυνα, σαν ξόρκι, σαν απήγανος ενάντια στον θάνατο.

Θυμίζω πως το «Δεκαήμερον» του Βοκκάκιου με τις τολμηρές του ερωτικές πανδαισίες είναι αφηγήσεις εγκλείστων που έχουν καταφύγει σε ασφαλές μέρος όταν έξω θερίζει η χολέρα!

Αρα η «Λυσιστράτη» ούτε φεμινιστική ούτε πολιτική κωμωδία είναι. Πού ακούστηκε φεμινιστικό κίνημα να χρησιμοποιεί ως επιχείρημα την απαγόρευση της ερωτικής απόλαυσης. Να εξηγούμαστε: άλλο απόλαυση, άλλο απελευθέρωση!

Οσον αφορά την πολιτική θέση που προβάλλει ο Αριστοφάνης στη «Λυσιστράτη», είναι η επιστροφή στο κελάρι, στη ραπτική, στη μαγειρική και στην οικιακή πρωτόγονη οικονομία. Ολα αυτά βεβαίως ποιητικώς μεγαλοφυή. Αλλά άλλο πράγμα ο ποιητής Αριστοφάνης και άλλο ο συντηρητικός αστός, ο ρομαντικός αισθηματίας που το ρολόι του έχει κολλήσει στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και στην κλειστή αγορά.

Σε αυτή την κοινωνία οι γυναίκες διαχειρίζονται το κελάρι, ζυμώνουν, ανάβουν τον φούρνο, κάνουν μπουγάδα, πίσω από τους θάμνους το γλεντάνε με τους δούλους, κάνουν παιδιά και η κατάθλιψη του εγκλεισμού στον γυναικωνίτη παρηγορείται με συνεχή επίσκεψη στην κάνουλα με τον άκρατον οίνον.

Ολοι οι μεγάλοι σατιρικοί, από τον Ανακρέοντα και τον Αριστοφάνη ώς τον Γιουβενάλι και τον Ραμπελέ, από τον Μολιέρο, τον Σουίφτ ώς τον Ροΐδη και τον Ψαθά, δεν τα πήγαιναν πολύ καλά με τις γυναίκες. Η σάτιρα γαρ είναι παιδί της πατριαρχίας.