Οι άνθρωποι στις διακοπές μιλάνε πολύ. Στα πλοία, στα αυτοκίνητα, στις παραλίες, στις ταβέρνες, στα μπαρ. Μιλάνε και όταν έχουν να πουν πολλά, μιλάνε και όταν δεν έχουν να πουν απολύτως τίποτα. Στη δεύτερη μάλιστα περίπτωση μιλάνε πολύ περισσότερο. Μιλάνε για τους εαυτούς τους, αλλά μιλάνε και για θέματα άσχετα με αυτούς, που σε κανονικές συνθήκες θα τους ήταν εντελώς αδιάφορα. Το περίεργο είναι πως όσο λιγότερο μιλάνε για τον εαυτό τους τόσο πιο αποκαλυπτικοί γίνονται. Οχυρωμένοι και, κατά τη γνώμη τους, προστατευμένοι πίσω από την ουδετερότητα του θέματος στο οποίο αναφέρονται, λένε αυτά που μπορούν να πουν γιατί δεν μπορούν, ούτε και αντέχουν, να πουν αυτά που θέλουν. Συνήθως μάλιστα επιλέγουν θέματα μεγαλεπήβολα και φαντεζί, μήπως και ρίξουν λίγη σκιά μεγαλειότητας στις ασήμαντες ζωές τους. Τελικά, είναι περίεργο το πόσο ενδιαφέροντες γίνονται οι άνθρωποι όταν μιλάνε για εντελώς αδιάφορα θέματα. Και εντυπωσιακό το πώς καταφέρνουν να συνεννοηθούν μέσα από αυτά τα ζιγκ – ζαγκ και τους παραδρόμους του λόγου…

Και αυτό το μουγκό καλοκαίρι, οι άνθρωποι μιλάνε πολύ. Η ανατροπή είναι πως τα σημαντικά, τα δραματικά και τα ουσιαστικά είναι τώρα τα δικά τους, αυτά που τους αφορούν άμεσα. Γιατί ουσιαστικό, σημαντικό και υλικό δραματουργίας είναι ό,τι βγάζει μια ζωή από το κάδρο της. Φέτος οι άνθρωποι, όταν δεν μιλάνε, μετράνε. Και ξεφυσάνε. Θα καταφέρουν να πληρώσουν τους φόρους; Πόσο θα έρθει ο ΕΝΦΙΑ; Θα κοπεί η σύνταξη της γιαγιάς που ακόμη και η τελευταία τσοντάρισε στις διακοπές «για να κάνουν κανένα μπάνιο τα παιδιά»; Θα αντέξει η επιχείρηση; Θα πληρωθώ τον Σεπτέμβριο; Θα έχω δουλειά τον Οκτώβριο; Θα τη βγάλουμε μέχρι τα Χριστούγεννα; Μήπως –νέοι είμαστε ακόμη –να την ψάξουμε στο εξωτερικό; Μια χώρα ολόκληρη σε rewind που την πάει πολλές δεκαετίες πίσω και χωρίς ούτε καν την προοπτική του fast forward. Αυτά όμως προς το παρόν τα καταπίνουμε μαζί με το κατεψυγμένο καλαμαράκι. Είμαστε ακόμη σε διακοπές.

Για τι λοιπόν μιλάνε οι άνθρωποι φέτος το καλοκαίρι; Για πράγματα όσο πιο αδιάφορα και ευτελή γίνεται. Μαζί με τα λεφτά μας χάσαμε και τη γραφικότητα της μεγαλομανίας μας. Για παράδειγμα, στην πατρίδα μου υπάρχει μια παραθαλάσσια έκταση για την οποία, τα τελευταία χρόνια, κυκλοφορούσε κάθε τόσο η φήμη ότι κάποιος ενδιαφερόταν να την αγοράσει. Τη μια ένας σταρ του Χόλιγουντ, την άλλη κάποιος ρώσος μεγιστάνας, την παράλλη κάποιος που ήθελε να μείνει κρυφή η ταυτότητά του. Ονειροφαντασίες των ντόπιων μήπως και αναβαθμιστεί ο τόπος τους. Και με την υπερβολή που χαρακτηρίζει τις ναυτικές κοινωνίες, κάθε χρόνο η προσφερόμενη από τον αγοραστή – φάντασμα τιμή ανέβαινε κατά περίπου πεντακόσια εκατομμύρια. Ούτε που θυμάμαι πόσα δισεκατομμύρια έλεγαν ότι είχε φτάσει να πουλιέται μέχρι πρόπερσι. Λωλάδες του κοσμάκη για να έχει να λέει. Φέτος, όποιον ρώτησα, έτσι για να τον περιπαίξω, γυρνούσε το κεφάλι και κοιτούσε μελαγχολικά τον ορίζοντα.

Σε όλες τις παρέες, όμως, κάποια στιγμή η κουβέντα θα πάει στις ομπρέλες και στις ξαπλώστρες. Και συγκεκριμένων πλαζ, και γενικότερα ως ιδέα. Αυτή η ύστατη πρόσβαση στη στοιχειώδη καλοκαιρινή πολυτέλεια έγινε μείζον θέμα και πεδίο επίδειξης ειδικών γνώσεων. Ομπρέλες σαν τις κουρτίνες της γιαγιάς, σαν βιετναμέζικα καπέλα, σαν κινεζικές βεντάλιες, ποιες κάνουν καλύτερη σκιά; Και ποιες ξαπλώστρες είναι οι πιο αναπαυτικές; Οι μασίφ ή οι σπαστές; Οι κυλιόμενες ή οι σταθερές; Φαίνεται ότι η αναγωγή του ασήμαντου σε σημαντικό μεγαλώνει την απόσταση που μας χωρίζει από την απόγνωση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την τιμή του τοστ και του φρέντο. Δεν πάει να του υπερκοστολογούν άλλες παροχές, το, κατά την εκτίμησή του, επιπλέον εικοσάλεπτο σε αυτά τα δύο προϊόντα γίνεται με ένα άλμα της λογικής «η αιτία που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε».

Δεν βαριέσαι… Είτε για σημαντικά είτε για ασήμαντα μιλάνε οι άνθρωποι το καλοκαίρι, αυτό που κατά βάθος προσπαθούν να πετύχουν μιλώντας δεν θα συμβεί. Είτε με κουβέντα είτε στα μουγκά, το φθινόπωρο ούτε φέτος θα καθυστερήσει. Οπως κάθε χρόνο, θα έρθει στην ώρα του…