Παίρνω το πλοίο του γυρισμού. Αυτό ήτανε, δεν χρειαζότανε την πρώτη σταγόνα της βροχής, για μένα σκοτώθηκε, από μόνο του σήμερα, το καλοκαίρι. Βλέπω μακριά τις Καβοκολόνες (έτσι έλεγε ο πατέρας μου τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο) και θέλω να τρέξω στη γέφυρα και να γυρίσω τον λεβιέ στο «όπισθεν ολοταχώς».

Πόσο μ’ άρεσε κάποτε αυτή η επιστροφή στην πόλη, στο σπίτι, στην καθημερινή συνήθεια, που αν ξέρεις ν’ αγαπάς ποτέ δεν γίνεται ρουτίνα. Εβλεπα το λιμάνι στον Πειραιά σαν μια υγρή αγκαλιά με χάδια από θαλασσινό αεράκι.

Τώρα, όχι. Μάλλον σαν να με ξεβράζει η θάλασσα στο νησί των καταδίκων.

Ολο αυτόν τον καιρό, άφηνα την Αθήνα στην απέξω. Εφτιαξα για 20 μέρες μια ζωή που δεν έμπαζε από πουθενά. Οχι ότι δεν είδα σε ζωντανή μετάδοση το πραξικόπημα στην Τουρκία ή στη Γαλλία τον θάνατο να τρέχει με δρασκελιές στους δρόμους, αλλά να, μόλις βουτούσα στο νερό σαν να με ξέπλενε απ’ την πραγματικότητα το κρύο νερό της θάλασσας, κι ο ήλιος που με κάρφωνε με τις ακτίνες του στην ακρογιαλιά σαν να μου έκανε μια «θεραπεία προσωρινής αναβολής προβλημάτων».

Τώρα όμως, καθώς πλησιάζουμε να δέσουμε στο μουράγιο του χειμώνα, ό,τι ανέβαλα χιμάει με 9 μποφόρ να με βουλιάξει.

Πρόσωπα, εικόνες, γεγονότα με παίρνουν απ’ τα μούτρα, με χαστουκίζουν με όλη τη δύναμη των 20 ημερών που τα ‘χα απωθήσει. Ο Ερντογάν, η Σία με τα μαλλιά στην πρίζα, το ISIS, ο Κασιδιάρης, η Χίλαρι, οι πρόσφυγες με τα σωσίβια στη βάρκα, ο Τσίπρας να κόβει κορδέλες, ο Τραμπ με την περούκα ανάποδα, οι καταλήψεις, η κάλυψη των καταλήψεων από μια Παπαρδελαυλωνίτου, ο λόγος του Ομπάμα, οι γηραιές κυρίες της ενορίας με το χαρτί των αντιεξουσιαστών στο χέρι, «δεν βλέπω, παιδάκι μου, τι λέει; Γιατί μας πετάξανε τις καρέκλες χάμω;». Ο Τόσκας, η 26χρονη που μαχαίρωσε την 35χρονη, η Μισέλ Ομπάμα, ο Πολάκης με την πράσινη μπλούζα και το νυστέρι, όλα τα σφάζω, ο Χρυσόγονος, ο μητροπολίτης Ανθιμος με τη χρυσή τη μίτρα άναυδος, ο Μητσοτάκης με άλλη χωρίστρα κι άλλον αέρα, ο Λεβέντης αέρα στα πανιά του, ο Μπουτάρης αγκαλιά με το κιτς σε μπουκάλι, ο Μπόμπολας, η Ζιζέλ, το αεροδρόμιο στην Πάρο, ο τρελός στο Λονδίνο με το μαχαίρι, ο Παππάς και τα κανάλια, ο Πελέ στο Μαρακανά και ζαλίζομαι, τον χάνω τον λογαριασμό…

Κι είναι κι αυτός ο Διονύσης χρόνια τώρα, μ’ αυτόν τον στίχο να με κυνηγάει…

«Πέντε αιώνες δύσης

Εθνικής θα ζήσεις

Δεν υπάρχει ελπίς

Στην Ελλάδα ζεις».

Το ‘βρισκα ευφυές τότε, κάτι σαν μια παραβολή επιστημονικής φαντασίας. Τώρα φαντάζει σαν ο εφιάλτης μου. Περπατάει δίπλα μου, σκιά και τρόμος και μαράζι.

Κι όμως, κάποτε, στο σχολείο; στη δραματική; Κάπου, παλιά πάντως, μπερδεμένο στα κρόσσια της μνήμης, έπρεπε; μου ‘χαν δώσει; να πω ένα ποίημα, κι όταν έφτανα στον στίχο

«Ή τότε πάλι με χώμα και νερό

Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!»

μου λύνονταν τα γόνατα. Δεν έβγαινε η φωνή.

Αυτά τότε. Αλλά και τώρα πάλι δεν πάει η γλώσσα μου να το ξεστομίσω. Οχι πια από συγκίνηση. Από φόβο.

Φοβάμαι πως έτσι που έγινα, αυτό το αργασμένο τομάρι του χρόνου, μήπως και δεν με δεχτεί στη δροσερή της γη αυτή η μικρή μου η αδελφούλα.