Ηταν μια στιγμή κοινοβουλευτικού σουρεαλισμού. Η Επιτροπή «Δημόσιων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης» βρισκόταν σε συνεδρίαση. Η ημερήσια διάταξη ίσα που χωρούσε στον υπότιτλο του Καναλιού της Βουλής: «Ακρόαση διοικητή της ΤτΕ κ. Στουρνάρα, σχετικά με την υποβολή μέσω USB της Εκθεσης Νομισματικής Πολιτικής 2014-2015 και για τους λόγους που την υπαγόρευσαν και σχετικά με τη συνολική λειτουργία της Τραπέζας της Ελλάδος».

Η «ακρόαση» διεξαγόταν υπό την παθιασμένη διεύθυνση της Προέδρου της Βουλής. Μόνο που ο ανακρινόμενος δεν ήταν εκεί. Ηταν μόνο λίγα μέλη της Επιτροπής που έμειναν επί μισή ώρα για να ακούσουν τον μονόλογο της Προέδρου που εξελίχθηκε, βέβαια, σε κατηγορητήριο και απειλές για βίαιη προσαγωγή του απόντος.

Θα μπορούσε να είναι ένα μεμονωμένο κρούσμα τραγελαφικής γραφικότητας στα κοινοβουλευτικά χρονικά. Ομως, η πολιτική κουλτούρα που έλαμψε στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο δεν τελείωσε με τη θητεία της Προέδρου. Οι επιτροπές που λειτουργούν σαν οιονεί δικαστήρια έχουν γίνει κοινοβουλευτική ρουτίνα.

Ολοένα και πιο συχνά οι επιτροπές, ανεξάρτητα από τον θεσμικό χαρακτήρα τους –μόνιμες, ειδικές ή εξεταστικές –υπακούουν πια στην τυπολογία του εξεταστηρίου. Είναι ένα πεδίο όπου οι εξεταζόμενοι αντιμετωπίζονται περίπου ως κατηγορούμενοι. Και οι εξετάζοντες χτίζουν πολιτικές καριέρες ως κατήγοροι.

Πρόκειται για μια εξέλιξη που μόνο άσχετη δεν είναι με την απόφαση της πρώην προέδρου της Βουλής να επιβάλλει τη ζωντανή μετάδοση των επιτροπών. Εκ των υστέρων φαίνεται ότι αυτή η απόφαση δεν συνετέλεσε μόνο στη διαφάνεια του κοινοβουλευτικού βίου. Επέβαλε κιόλας μια πολιτική σκηνοθεσία στις επιτροπές –ιδίως τις εξεταστικές, που σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής ακολουθούν τους κανόνες της ποινικής δικονομίας.

Ανάκριση, φρέντο και τιτιβίσματα

Οποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει τις μαραθώνιες συνεδριάσεις της Εξεταστικής για τα δάνεια των κομμάτων, θα διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι βουλευτές που μετέχουν σε αυτή δεν κουράζονται να υπενθυμίζουν ότι τους έχουν ανατεθεί από τη Βουλή ανακριτικά καθήκοντα. Ομως η κεφαλαιώδης διαφορά των κοινοβουλευτικών με τις δικαστικές ανακρίσεις είναι ότι στις δεύτερες τηρείται ο όρος της μυστικότητας.

Στις Εξεταστικές του Κοινοβουλίου οι βουλευτές εκπληρώνουν την ανακριτική τους αποστολή με τα smartphones ανοιχτά. Εξετάζουν όχι απλώς σε ζωντανή μετάδοση, αλλά και σε διαδραστική σύνδεση με το κοινό των κοινωνικών δικτύων. Αυτή η διαπερατότητα αποτυπώνεται και στο ύφος και στο περιεχόμενο των ερωτήσεών τους. Η «ανάκριση» αντί να περιορίζεται στην ύλη της –εδώ τα δάνεια και οι όροι με τους οποίους δόθηκαν –εξελίσσεται κάθε φορά σε παρακοινοβουλευτικό θέατρο ακατάσχετης καταγγελίας και πολιτικής απεραντολογίας.

Ενας βουλευτής ρωτάει να μάθει τις πολιτικές απόψεις του εκδότη και της οικογένειάς του. Ο επόμενος διαμαρτύρεται για τα δημοσιεύματα που έθιξαν την υπόληψή του και το κόμμα του. Ο τρίτος παίρνει τον λόγο για να θυμίσει ποια μέσα ενημέρωσης έχει μηνύσει, τι αποζημιώσεις έχει αποσπάσει. Ενας «ανακριτής» της συμπολίτευσης αυτοσυγχαίρεται για το γεγονός ότι η λειτουργία της επιτροπής έχει τάχα πιέσει τους καναλάρχες να πληρώνουν τις δόσεις των δανείων τους.

Η συνεδρίαση φυσικά κρατάει ώρες και ώρες. Σερβιτόροι με φρέντο, νεράκια και κουλουράκια μπαίνουν και βγαίνουν. Ο πρόεδρος λαμβάνει και μεταφέρει μήνυμα κομματικού δημοσιογράφου, το όνομα του οποίου αναφέρθηκε όταν η συζήτηση έφτασε στον διαγωνισμό για τις νέες τηλεοπτικές άδειες. Ο ανεξάρτητος βουλευτής φωνάζει ότι ο «μάρτυς είπε πράγματα που είναι μπαμ για τον εισαγγελέα». Ο μάρτυς ερωτάται ξανά και ξανά γιατί έβαλε ως εγγύηση στα δάνεια της επιχείρησής του την προσωπική του περιουσία και όχι «υποθήκη σε ακίνητα», που θεωρείται πιο ισχυρή εξασφάλιση…

Αυτό το πολιτικό σόου δεν μεταδίδεται μόνο ζωντανά σε όλους τους ενημερωτικούς ιστότοπους. Μοντάρεται και διανέμεται την επομένη και από τους ίδιους τους κατηγόρους –με πρώτη βέβαια τη Χρυσή Αυγή που αναρτά συστηματικά τις ανδραγαθίες του Κασιδιάρη εν είδει πολιτικής διαφήμισης.

Σύμφωνα με ορισμένους κύκλους προσκείμενους στην κυβέρνηση, η συγκεκριμένη Επιτροπή προοριζόταν να απομυθοποιήσει τους ισχυρούς παράγοντες της ενημέρωσης. Το φως του προβολέα και η βάσανος του κοινοβουλευτικού ελέγχου θα αποδομούσε τελεσίδικα τις κεφαλές του μιντιακού συστήματος. Είναι όμως αυτό που βλέπουμε μια διαδικασία κάθαρσης –η εκδίκηση της πολιτικής; Ή μήπως είναι μια διαδικασία αυτοϋπονόμευσης του πολιτικού συστήματος; Μια διαδικασία που βγάζει στο τηλεοπτικό ξέφωτο τις ανεπάρκειες του πολιτικού προσωπικού;

Κυνηγοί φαντασμάτων

Ο τρόπος πάντως με τον οποίο εξελίσσονται οι Εξεταστικές, τόσο στις προηγούμενες όσο και στην παρούσα κοινοβουλευτική περίοδο, προσιδιάζει μάλλον σε πολιτική δίωξη, παρά σε νομική διαδικασία. Οι «ανακρίσεις» της Βουλής εμφορούνται από την ανάγκη για την κατασκευή πολιτικών εχθρών. Θα μπορούσε να είναι μια μεταμοντέρνα, βαλκανική εκδοχή μακαρθισμού –μιας πολιτικής που τρέφεται μόνο από την καταγγελία και την ηθική εξόντωση των πολιτικών της αντιπάλων.

Οι διαφορές βέβαια με το ιστορικό πρότυπο είναι πολλές. Σύμφωνα με μία ερμηνεία, η τηλεόραση σήμανε τον πολιτικό θάνατο του Μακάρθι. Για χρόνια ο κομμουνιστοφάγος γερουσιαστής από το Γουισκόνσιν μπορούσε να κερδοσκοπεί πολιτικά κυνηγώντας το φάντασμα της σοβιετικής διείσδυσης στην αμερικανική διοίκηση. Μέχρι το 1954 που τα νεότευκτα αμερικανικά δίκτυα αποφάσισαν να καλύψουν ζωντανά τα army hearings –τις εργασίες της «Εξεταστικής» της Γερουσίας όπου ο Μακάρθι βρέθηκε αντιμέτωπος με τους εκπροσώπους του Στρατού.

Λέγεται ότι η τηλεοπτική εικόνα επανασύστησε στην αμερικανική κοινή γνώμη τον κυνηγό των «προδοτών». Εξέθεσε τις μεθόδους του –την κατασκευή εχθρών, τον εκφοβισμό, τη σπίλωση χωρίς στοιχεία.

Στο σημερινό τοπίο η προβολή μακαρθικών τρόπων δεν θα μπορούσε να έχει το ίδιο πολιτικό αποτέλεσμα. Το μιντιακό περιβάλλον υποθάλπει τη χύμα καταγγελία. Υποθάλπει ό,τι δίνει έκφραση στην οργή κατά του συστήματος.

Τοκιστές αυτής της οργής είναι και οι κατήγοροι των Εξεταστικών –οι κατήγοροι που υποτίθεται ότι διερευνούν τη νομιμότητα δανειακών συμβάσεων, ενώ δείχνουν ότι δεν είναι εξοικειωμένοι ούτε καν με τα στοιχειώδη της τραπεζικής πρακτικής.

Στην εποχή του ο μακαρθισμός έγινε αντιληπτός ως εκτροπή αμέσως μόλις εκτέθηκε στο κοινό βλέμμα. Σήμερα ο μακαρθισμός είναι ο κανόνας. Οι Μακάρθι της Βουλής είναι αντανάκλαση των χιλιάδων μικρών Μακάρθι που θάλλουν στα κοινωνικά δίκτυα.

Γκούγκλαρε και μη ερεύνα

Τα νέα Μέσα υποτίθεται ότι θα βοηθούσαν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Ο εξονυχιστικός έλεγχος της εξουσίας δεν ήταν ποτέ πιο εύκολος. Ποτέ δεν είχαν τόσο πολλοί τόσο εύκολη πρόσβαση σε τόσα δεδομένα, ώστε να μπορούν να φέρουν την εξουσία αντιμέτωπη με την αλήθεια.

Παραδόξως, η εξέλιξη δείχνει να είναι αντίστροφη. Αντί η ψηφιακή δημοκρατία να εμπλουτίζει τον δημόσιο διάλογο με στοιχεία και δεδομένα, τον ανατροφοδοτεί με θυμό και φανατισμό. Αρκεί να αναρωτηθεί κανείς: τι πραγματικά μαθαίνει για το δημόσιο χρέος εκείνος που θα γκουκλάρει τη φράση «απεχθές χρέος»; Ο αλγόριθμος θα του δώσει τα λήμματα που κολακεύουν την προκατάληψή του. Πόσο σοφότερος θα γίνει για τα δάνεια των ΜΜΕ, αν γκουγκλάρει «δάνεια διαπλοκή»;

Μπορεί τα παραδείγματα να μην είναι τα πιο χαρακτηριστικά. Είναι πάντως ενδεικτικά του πώς λειτουργεί η ψηφιακή δημόσια σφαίρα. Ο απεριόριστος πλουραλισμός της συρρικνώνεται συνήθως στην προδιαμορφωμένη οπτική του χρήστη. Ο ωκεανός των πληροφοριών μένει ένας ανεκμετάλλευτος, σκοτεινός όγκος όπου συμφύρονται η σκανδαλοθηρία με την είδηση και τα ντοκουμέντα με τις προφητείες των γερόντων.

Σε αυτό το μιντιακό περιβάλλον εκκολάπτεται αυτό που ήδη ορίζεται ως post-truth ή post-factual democracy. Πρόκειται για τη δημοκρατία όπου οι πολιτικοί όχι μόνο δεν έχουν ανάγκη την αλήθεια για να πείσουν, αλλά το αντίθετο: είναι τόσο πιο επιτυχημένοι, όσο πιο επιδεικτικά την αγνοούν και την παραχαράσσουν. Συνέβη με τους κήρυκες του Brexit –που την επομένη της επικράτησής τους στο δημοψήφισμα αναιρούσαν ανερυθρίαστα αυτά που προεκλογικά παρουσίαζαν ως θέσφατα. Συμβαίνει τώρα στην Αμερική με τον Τραμπ που διεκδικεί την προεδρία αν και βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με την πραγματικότητα. Συμβαίνει βεβαίως και εδώ, με τους εμπόρους των θεωριών συνωμοσίας για το Μνημόνιο και τους εξεταστές που λειτουργούν ως δοχεία της διαδικτυακής χολής.

«Γράφτηκε και θέλω να μου το επιβεβαιώσετε ή να μου το διαψεύσετε. Ετσι, για να υπάρχει η απάντησή σας καταγεγραμμένη στα πρακτικά»: Αυτή είναι μια στερεοτυπική εισαγωγή στις εισαγγελικού τύπου ερωτήσεις που ακούει όποιος παρακολουθεί την Εξεταστική.

Πού γράφτηκε; Μα βεβαίως, παντού. Σε όλα τα sites.