Θα αποδειχθεί άραγε η τελευταία γκάφα (βλέπε χυδαιότητα) του Ντόναλντ Τραμπ, η επίθεσή του κατά των γονιών μουσουλμάνουαμερικανού στρατιώτη που σκοτώθηκε στον πόλεμο στο Ιράκ, η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει; Οι δημοσκοπήσεις και το κύμα της κριτικής που δέχεται ο λαϊκιστής μεγιστάνας, ακόμα και μέσα από το κόμμα του, αφήνουν κάποια περιθώρια αισιοδοξίας. Μέχρι να φανεί όμως η συνέχεια ο Μαξ Μπουτ, ειδικός αναλυτής του ανεξάρτητου think tank Council on Foreign Relations των ΗΠΑ, πρώην σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής στις προεκλογικές εκστρατείες Ρεπουμπλικανών υποψηφίων για την προεδρία όπως ο Τζον ΜακΚέιν, ο Μιτ Ρόμνεϊ και ο Μάρκο Ρούμπιο, θέτει και απαντά μέσω των «Νιου Γιορκ Τάιμς» σε ένα άλλο ερώτημα: πώς έφτασε να δημιουργήσει το stupid party, το κόμμα των ηλιθίων, τον Ντόναλντ Τραμπ;

ΠΕΡΙ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑΣ. Είναι δύσκολο, επισημαίνει ο Μπουτ, να πει κανείς πότε ακριβώς ανέλαβε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τον ρόλο του stupid party. Η ηλιθιότητα δεν είναι μια κατηγορία που μπορεί να απευθύνει κανείς σε παλαιότερους Ρεπουμπλικανούς όπως ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Θεόδωρος Ρούζβελτ και ο Τσαρλς Εβανς Χιουζ. Μέχρι τη δεκαετία του 1950, ωστόσο, είχε πια επικρατήσει το σύνθημα πως οι «διανοούμενοι» ήταν με τον (Δημοκρατικό υποψήφιο για την προεδρία) Αντλάι Στίβενσον και οι «βλάκες» με τον (Ρεπουμπλικανό αντίπαλό του) Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Μια άποψη την οποία επικυρώνει ο αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ Χοφστάντερ στο βιβλίο του «Ο αντιδιανοουµενισµός στην αμερικανική ζωή» (1963), αντιπαραβάλλοντας τον Στίβενσον, «έναν πολιτικό με ασυνήθιστο πνεύμα και στυλ, που ασκούσε πρωτοφανή έλξη στους διανοουμένους», με τον Αϊζενχάουερ, έναν πολιτικό «συμβατικό στο πνεύμα, χωρίς ιδιαίτερη ευφράδεια». Η προεδρία του Τζον Κένεντι εδραίωσε την εντύπωση πως ήταν οι Δημοκρατικοί εκείνοι που εκπροσωπούσαν τους σκεπτόμενους άνδρες και γυναίκες των ΗΠΑ.

Αντί να πάρουν αποστάσεις από την ταμπέλα του αντιδιανοουμενισμού, για τους δικούς τους πολιτικούς λόγους οι Ρεπουμπλικανοί την αγκάλιασαν. Στη διάσημη ομιλία του «Ωρα να επιλέξεις» τον Οκτώβριο του 1964, ο Ρόναλντ Ρίγκαν είχε πει πως το θέμα των εκλογών της χρονιάς εκείνης ήταν «αν πιστεύουμε στην ικανότητά μας για αυτοδιάθεση ή αν εγκαταλείπουμε την Αμερικανική Επανάσταση και δεχόμαστε πως μια μικρή πνευματική ελίτ σε ένα μακρινό Καπιτώλιο μπορεί να σχεδιάσει τις ζωές μας καλύτερα από ό,τι μπορούμε να τις σχεδιάσουμε εμείς οι ίδιοι». Ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε απευθυνθεί στη «σιωπηρή μειοψηφία» και τους «hard-hats» (τους εργάτες), ενώ ο αντιπρόεδρός του Σπίρο Αγκνιου σφυροκοπούσε αλύπητα αυτό τον «στείρο πυρήνα αδιάντροπων σνομπ που αυτοχαρακτηρίζονται διανοούμενοι». «Θα προτιμούσα να ζω σε μια κοινωνία που θα την κυβερνούσαν τα πρώτα 2.000 ονόματα του τηλεφωνικού καταλόγου της Βοστώνης, παρά σε μια κοινωνία υπό τη διακυβέρνηση των 2.000 μελών του διδακτικού προσωπικού του Χάρβαρντ» είχε πει ο γνωστός συντηρητικός συγγραφέας και σχολιαστής Ουίλιαμ Φρανκ Μπάκλεϊ τζούνιορ.

Πολλοί Δημοκρατικοί, επισημαίνει ο Μαξ Μπουτ, τα πήραν όλα αυτά τοις μετρητοίς και αυτοσυνεχάρησαν που είναι πιο έξυπνοι από τους αδαείς Ρεπουμπλικανούς. Εντούτοις, ο ρεπουμπλικανικός μανδύας του αντιδιανοουμενισμού ήταν, σε μεγάλο βαθμό, πλαστός. Μέχρι τώρα τουλάχιστον.

Το «κόμμα των ιδεών». Μπορεί ο Αϊζενχάουερ να έπαιζε τον ρόλο του αξιαγάπητου βλάκα, ενδεχομένως όμως να ήταν ο καλύτερα προετοιμασμένος πρόεδρος που είχαν ποτέ οι Αμερικανοί –ένας στρατηγός πέντε αστέρων με απαράμιλλες γνώσεις στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Μπορεί ο Ρίγκαν να έδινε την εντύπωση ενός ανόητου ηθοποιού, αλλά πέρασε δεκαετίες ακονίζοντας τις πολιτικές του απόψεις και γράφοντας μόνος τις ομιλίες του. Επί Ρίγκαν, μάλιστα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έγινε πρόσκαιρα γνωστό ως «το κόμμα των ιδεών» καθώς συνέλεγε με ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο τον πνευματικό καρπό συντηρητικών think tanks όπως το American Enterprise Institute και το Heritage Foundation και εντύπων όπως οι σελίδες με τα άρθρα γνώμης της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ».

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η σχέση των Ρεπουμπλικανών με τη σφαίρα των ιδεών συρρικνωνόταν ολοένα και περισσότερο, καθώς τον ρόλο της οροθέτησης του συντηρητικού κινήματος ανέλαβαν παρουσιαστές ραδιοφωνικών τοκ-σόου και τηλεοπτικές περσόνες. Το Tea Party ήταν μια λαϊκιστική εξέγερση ενάντια σε αυτό που οι ακτιβιστές του έβλεπαν ως ρεπουμπλικανικές ελίτ στην Ουάσιγκτον, χωρίς επαφή με τους πολίτες. Αυτό που κυρίως αποπνέει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι μια αύρα αδιάκριτης, αστόχαστης, αδηφάγου οργής. Η τάση αυτή απλώς κορυφώθηκε με την ανάθεση του χρίσματος στον Ντόναλντ Τραμπ, έναν προεδρικό υποψήφιο που είναι όντως ο αδαής ηλίθιος τον οποίο προσποιούνταν οι Ρεπουμπλικανοί.

Και ύστερα ήρθε ο Ντόναλντ. Ο Τραμπ δεν ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στη Δύναμη Κουντς (Quds Force) των ιρανών Φρουρών της Επανάστασης και στους Κούρδους (Kurds). Δεν μπορεί να προσδιορίσει την «πυρηνική τριάδα» των ΗΠΑ, τη βάση των αμερικανικών δυνατοτήτων όσον αφορά τη στρατηγική αποτροπή. Δεν είχε ακούσει για το Brexit μέχρι λίγες εβδομάδες πριν από το δημοψήφισμα. Δεν ξέρει πόσα ακριβώς (επτά) άρθρα έχει το αμερικανικό Σύνταγμα. Χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο μαθητή δημοτικού. Υιοθετεί όποια παλαβή θεωρία συνωμοσίας τού φαίνεται χρήσιμη. Επιπλέον, μοιάζει υπερήφανος για την αδαημοσύνη του. Προωθεί αντιμεταναστευτική, απομονωτική πολιτική που δεν υποστηρίζεται από κανέναν σοβαρό ακαδημαϊκό και προτείνει τόσο προσβλητικά, τόσο γελοία πράγματα που είναι –όπως επισημαίνει ο Μαξ Μπουτ –πραγματικά τρομακτικό το γεγονός ότι κατάφερε να κερδίσει το χρίσμα ενός κόμματος που είχε κάποτε ηγέτη τον Τέντι Ρούζβελτ, «έναν πολιτικό ο οποίος έγραψε περισσότερα βιβλία από όσα έχει, πιθανότατα, διαβάσει ο Τραμπ στη ζωή του.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. Είναι άλλο να προσποιείσαι τον μέσο πολίτη ώστε να προσελκύσεις ψηφοφόρους και άλλο να είσαι ένας μέσος πολίτης που δεν έχει ιδέα από πολιτική και διακυβέρνηση». Αφού πέρασε δεκαετίες παριστάνοντας το stupid party, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έγινε όντως ένα κόμμα ηλιθίων. Τις συνέπειες όμως κινδυνεύει να τις πληρώσει όλος ο πλανήτης.