Είναι πολλές φορές που έχω αναρωτηθεί: τι νόημα έχουν τα κείμενα που κάποιος επιμελητής συγκεντρώνει και δημοσιεύει στα προγράμματα των παραστάσεων. Δεν είναι άραγε η έγνοια να βοηθήσει τον θεατή της παράστασης να κατανοήσει πληρέστερα την εκδοχή του σκηνοθέτη, τη συλλογιστική του και ίσως το νέον που κομίζει στην παραστασιολογία του συγκεκριμένου κειμένου; Αλλά συχνά απορώ αν ο σκηνοθέτης και οι άλλοι συντελεστές της παράστασης έχουν διαβάσει και κυρίως έχουν συγκρίνει τα επιλεγόμενα θεωρητικά, φιλολογικά, κριτικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά κείμενα κι αν αυτά εκφράζουν τις απόψεις τους και ο έρμος ο θεατής θα τα δει και θα τον βοηθήσουν να καταλάβει την άποψη της σκηνοθεσίας.

Διάβασα το πολύ αξιόλογο κείμενο – ανάλυση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα, φιλολόγου και μεταφραστή των «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, στο πρόγραμμα της παράστασης του ΚΘΒΕ. Ε, λοιπόν, την άποψη του μεταφραστή, που είναι εξάλλου και η κυριαρχούσα στην παγκόσμια φιλολογία, δεν τη βρήκα στην παράσταση. Αλλουνού παπά ευαγγέλιο!

Ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις στο δικό του κείμενο στο πρόγραμμα με μια σχολική συλλογιστική γενικόλογη γράφει ένα κείμενο που θα μπορούσε να το καταχωρίσει για τις μισές σωζόμενες τραγωδίες. Αρρητα, αθέμιτα.

Ερώτημα αφελούς: Αφού δεν το καταλαβαίνετε αυτό το κείμενο ή αφού διαφωνείτε με τον αρχαίο ποιητή, τη φιλοσοφία ζωής του και την ιστορική του συνείδηση, γιατί καταπιάνεστε να τον εξευτελίσετε;

Εν πρώτοις, το έργο αυτό, «Επτά επί Θήβας», έχει διασωθεί κολοβό. Ενας ανόητος γραμματικός των ρωμαϊκών χρόνων το… συμπλήρωσε βάζοντας στο τέλος, όπου λείπει μεγάλο μέρος του χειρογράφου, ένα ηλίθιο σχολικό μίμημα σαν τις διασκευές των προαγωγικών εξετάσεων όπου παίζονται περιλήψεις αρχαίων έργων ή ταμπλό βιβάν γνωστών μύθων. Αυτός ο ερίφης την «Αντιγόνη» ήξερε και μας φόρτωσε με ένα μονόπρακτο της κακιάς ώρας. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, δεινός φιλόλογος, όταν ανέβασε τους «Επτά», δεν σκηνοθέτησε την ουρά του φιλόδοξου μιμητή του Αισχύλου, όπου μιλάνε η Αντιγόνη, ένας κήρυκας που θυμίζει Κρέοντα και μια σιωπηλή θρηνούσα Ισμήνη!

Ο κ. Γκραουζίνις όχι μόνο το δίδαξε, αλλά του έδωσε και χαρακτήρα σίριαλ, ενός καραμπινάτου μελό χορογραφημένου, με δύο «τρελές» να παίζουν χρυσόμυγα.

Ο κ. Γκραουζίνις προέρχεται από ευρωπαϊκές περιοχές που τροφοδότησαν τους μεγάλους ρομαντικούς μύθους της Ευρώπης και μάλιστα με τη μυστικιστική τους υπόσταση.

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ «ΕΠΤΑ». Αυτό το «επτά» (7) στον τίτλο του Αισχύλου δεν τον ερέθισε; Επτά πλανήτες, επτά θανάσιμα αμαρτήματα, επτά οι μέρες της εβδομάδας, έβδομος ουρανός στη δαντική μυθολογία, επτά νάνοι με τη Χιονάτη και βέβαια στην πυθαγόρεια «θρησκεία» επτά το άθροισμα του 3 και του 4, του τριγώνου και του τετραγώνου. Αφήνω τις επτά θύρες της Κολάσεως, το Επταπύργιον, «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» και την καμπανέλλεια «Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα»!

Αυτός ο μαγικός αριθμός έρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης σκοτεινής συνείδησης και δεν μπορεί ο καθένας, αν δεν είναι έστω θεατρικός εδώ μύστης, να παίζει μαζί του.

Παλιότερα (1971) είχα παρουσιάσει με πρόσκληση του Λίνου Πολίτη και του Μανόλη Ανδρόνικου στην «Τέχνη» Θεσσαλονίκης μια βαθύτατη σχέση του Αισχύλου με τον Μπέκετ. Ο Αισχύλος μελετά τον μοναχικό ηγέτη που πολιορκείται από παντού, εχθρούς και μετόπισθεν, και δέχεται κάθε φορά ειδήσεις από έναν «κατάσκοπο» που περιγράφει τις κινήσεις του εχθρού.

Ο Μπέκετ καταγράφει έναν πολιορκημένο καθηλωμένο τυφλό άνθρωπο μέσα σ’ έναν χώρο την εποχή του κατακλυσμού που ακούει ειδήσεις από έναν αεικίνητο υπηρέτη.

Ο Ετεοκλής είναι ο πρώτος στην ιστορία της λογοτεχνίας, άρα και του θεάτρου, «ήρωας» που έχει ως αντίπαλο τη συνείδησή του. Είναι μόνος και πρέπει να πάρει αποφάσεις για την πόλιν. Ο Αισχύλος τον παρουσιάζει κατ’ αρχάς νηφάλιο, ψύχραιμο, οργανωτικό, γνοιασμένο για την πόλιν και τους πολίτες. Προσπαθεί να καταλαγιάσει την υστερία των γυναικών για να μην επηρεαστούν οι μαχητές άνδρες στις επάλξεις. Οι αρχαίοι σχολιαστές χαρακτήριζαν την τραγωδία «Αρεως μεστήν» γιατί οι πολεμικές ιαχές, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, οι τροχοί στα καλντερίμια, ο κουρνιαχτός αποτελούν το ηχητικό και οπτικό πεδίο, δημιουργώντας πανικό που πρέπει να κατευνάσει ο ηγέτης. Και ο μοναχικός αυτός νηφάλιος άνδρας καταρρέει όταν πρέπει να απαντήσει αν θα αντιμετωπίσει στην έβδομη πύλη τον αδελφό του, γνωρίζοντας την κατάρα του πατέρα τους Οιδίποδα. Τότε φορώντας την πανοπλία (άρα μετατρεπόμενος από πολιτικό ηγέτη σε στρατιωτικό) για πρώτη φορά υπαρξιακά πανικοβάλλεται και χάνοντας την ψυχραιμία του αμφισβητεί τη δικαιοσύνη του θείου. Υποκύπτει στην ύβριν και πάει να συναντήσει ισότιμα τον υβριστή αδελφό του.

Λίγα χρόνια πριν παιχθούν οι «Επτά» στο διονυσιακό θέατρο των Αθηνών, ένας άλλος μοναχικός ηγέτης, ο Θεμιστοκλής, όταν το επιτελείο Αθηναίων και Σπαρτιατών αποφάσισε να αποχωρήσουν από τα στενά της Σαλαμίνας και να πάνε στον Ισθμό, ως μόνος μειοψηφών τέλεσε εσχάτη προδοσία στέλνοντας τον ιπποκόμο του στον Ξέρξη, νύχτα, να τον ειδοποιήσει να ξεκινήσει τη ναυμαχία αμέσως. Πίστευε στο αστέρι του, αλλά ρισκάρισε την υπόληψή του. Τι έκανε ο κ. Γκραουζίνις στην Επίδαυρο. Μας παρουσίασε, αντί των μεγαλοφυών ποιητικών περιγραφών των επτά επί δύο αντιπάλων, επτά χαμαντράκια, παραπαίοντα, αδενοπαθή, θρασύτατα σαν τον παλιό θλιβερό παλαιστή που έσπαγε πέταλα, γελοία παιδαρέλια και πειναλέους γέροντες να παριστάνουν σαν τον χαχαμίκο του Καραγκιόζη τους μυθικούς αντιδίκους.

Και βέβαια έστησε και μια γκιόστρα τύπου Μπρανκαλεόνε με μονομάχους τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, όπου η μύγα έφαγε σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Και εξευτέλισε τη μοναξιά του ήρωα και την απελπισία μπροστά στο δίλημμα. Η τραγωδία έκανε φτερά! Η παράσταση ήταν οργανωμένη αλλά για άλλο έργο, άλλο ποιητικό ήθος, άλλα υπαρξιακά προβλήματα. Ξέρω, η Ευρώπη ακόμη ζει στην εποχή του μπρεχτικού επικού θεάτρου, αλλά ο μεγάλος εκείνος θεατράνθρωπος δεν ανέβασε ποτέ τραγωδία. Ακόμη και την «Αντιγόνη» του την επιγράφει «Η Αντιγόνη του Σοφοκλή του Μπρεχτ» και παίζεται στην κλασική μετάφραση του Χέλντερλιν από Εβραίους σε στρατόπεδο αιχμαλώτων δίπλα στα κρεματόρια. Αντιλαμβάνεστε τη διαφορά παιδείας;

Από κει και πέρα ξαναείδαμε την έμμονη ιδέα του σκηνοθέτη: γέμισε πάλι τη σκηνή με σκάλες και ο συνθέτης συνόδευε τις σκηνές πανικού με μελωδίες ενός πιάνο-μπαρ.

Καλά γυμνασμένος ο Χορός που χορογραφικά (ο πανικόβλητος!) ξεσάλωσε. Είδα ως Ετεοκλή τον ηθοποιό Χρίστο Στυλιανού. Λίγος, ελάχιστος. Ο Κατάσκοπος του Καύκα ερχόταν από παραστάσεις του ’50 –όσο για τη ρυθμική συνεκφώνηση κάποιων χορικών, θα γυρίζει ο Ροντήρης ανήσυχος στον τάφο του.

Μετάφραση:

Γιώργος

Μπλάνας

Σκηνοθεσία:

Τσέζαρις

Γκραουζίνις

Σκηνικά –

κοστούμια:

Κένι ΜακΛέλαν

Μουσική:

Δημήτρης

Θεοχάρης

Χορογραφία –κίνηση:

Εντι Λάμε

Φωτισμοί:

Αλέκος

Γιάνναρος

Παίζουν:

Γιάννης Στάνκογλου, Χρίστος Στυλιανού,

Γιώργος Καύκας, Αλέξανδρος Τσακίρης, Νάντια Κοντογεώργη, Ιώβη Φραγκάτου κ.ά.

Πού:

Σε περιοδεία έως τις 18 Σεπτεμβρίου. Επόμενος σταθμός: 10 Αυγούστου στο Αμφιθέατρο Σίβηρης στη Χαλκιδική