Αντί να αφήσει τον μύθο της «Λυσιστράτης» να του πατήσει σαν μεγάλο βόδι τη γλώσσα, ο Μαρμαρινός δεν φοβήθηκε να εκθέσει επί σκηνής το δημιουργικό του άγχος. Ας το πάρει το ποτάμι μαζί με όλους τους θεατές συνενόχους: πώς διαχειρίζεσαι στο αριστοφανικό ντεμπούτο σου αυτό τον λαμπερό τίτλο που κρύβει παγίδες (φεμινιστικές και αντιπολεμικές, ων ουκ έστι αριθμός); Μία από τις απόλυτα προσωπικές απαντήσεις του σκηνοθέτη –που κέρδισε το στοίχημα για συνολικά 15.000 θεατές την περασμένη Παρασκευή και το Σάββατο –ήταν η ένταξη των προβληματισμών του στην παράσταση. Ο Μαρμαρινός γνώριζε ότι το επικαιρικό στοιχείο του Αριστοφάνη –όλα αυτά τα τοπωνύμια, τα πρόσωπα της εποχής, οι γιορτές, οι παροιμίες και τα αινίγματα, οι στίχοι των τραγωδιών –είναι «δυσκολοχώνευτα» στη θεατρική μεταφορά τους. Γι’ αυτό και μετά το σκάψιμο του κειμένου εκθέτει πολλά από αυτά ως τεκμήρια απέναντι στο ακροατήριό του.

Εν αρχή, όμως, ην ο ρυθμός –που όφειλε πολλά στην εμπνευσμένη κίνηση του Χρήστου Παπαδόπουλου και στη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού. Οι ηρωίδες της «Λυσιστράτης», στην παραγωγή του Εθνικού, μπήκαν στην ορχήστρα κινούμενες σαν ελατήρια και γελώντας υπαινικτικά. Σαν ένα μετείκασμα της σεξουαλικής πράξης. Είναι οι ηρωίδες τις οποίες ξύπνησε η θεατρική ανάγκη, ενώ η Λυσιστράτη διέκοψε την κοιμισμένη συνείδησή τους. Καταφτάνουν φορτωμένες «κρόκους και μύρα, άζωστους χιτώνες, κοκκινάδια και διαφανή πέπλα» (από τον στίχο αυτό η Μαγιού Τρικεριώτη δημιούργησε την ημίγυμνη όψη της παράστασης). Η κατά τα άλλα «δεινή», αλλά καθόλου αντιερωτική, Λυσιστράτη αυτά τα όπλα προτείνει στις συμπολεμίστριές της: η ομορφιά γαρ θα σώσει τον κόσμο.

Από τη στιγμή που βάζει μπρος το σχέδιό της να κορώσουν τη σεξουαλική επιθυμία των αντρών, βαρύτητα πλέον δεν έχει η αναπαράσταση της δράσης όσο η αφήγησή της που, μοιραία, μάκρυνε σε διάρκεια (δύο ώρες και είκοσι λεπτά). Ο Χορός των γυναικών και ο Χορός των γερόντων θα διακόψουν συχνά την αριστοφανική ροή, για να θυμίσουν ιστορικές λεπτομέρειες (σικελική εκστρατεία), σημασίες λέξεων (Ειλείθυια: η θεότητα του τοκετού) ή να προϊδεάσουν για την εξέλιξη της παράστασης. Γι’ αυτό και στη μεγάλη εικόνα έλειψαν οι εμβληματικές σκηνές και οι αυτόνομοι ρόλοι: η Μυρρίνη, η Λαμπιτώ, η Κλεονίκη ήταν μέρη ενός συνόλου, ταγμένου να εξιστορήσει τον μύθο της Λυσιστράτης με όλα τα ευφάνταστα σκηνικά εργαλεία. Ακόμη και τον ρόλο του Πρόβουλου (Αιμίλιος Χειλάκης) τον απαγγέλλουν οι γυναίκες, ενώ ο ίδιος μένει βουβός.

ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΣΗ. Σε αυτό το σημείο αναγνώριζε κανείς το διαρκές ενδιαφέρον του Μιχαήλ Μαρμαρινού να εντάξει την προσωπική μνήμη και την ατομική εμπειρία στο συλλογικό αίσθημα. Ο Χορός είναι η ενιαία γυναικεία φύση, όπου δεν χωρούν οι σολίστες. Η μία ηθοποιός απαγγέλλει τα λόγια της άλλης. Αρκετές στέκονται μπροστά σε μικρόφωνα για να αφηγηθούν σε πλάγιο λόγο. Στην αποστασιοποιημένη αυτή αφήγηση δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ηθοποιοί υποδείκνυαν πότε φεύγει ένα πρόσωπο από τη σκηνή ή εικονογραφούσαν τις σκηνικές οδηγίες (με το που ακούγεται το «κινητικότητα επικρατεί στην Ακρόπολη» οι ηθοποιοί επιδίδονται σε μηχανικές κινήσεις πάνω σε μια πλατφόρμα με ένα σουβενίρ του Παρθενώνα). Σε ένα παγωμένο καρέ, η Κιτσοπούλου επιστρέφει στους θεατές: «Σ’ αυτόν τον στίχο η Λυσιστράτη λέει ένα “ω”. Αλλά δεν ξέρω πώς το είπε αυτό το “ω”. Φώναξε, βόγγηξε; Δεν ξέρω». Ηταν σαν ο σκηνοθέτης να ξαναέπιανε τον μίτο από τον «Ηρακλή μαινόμενο» του 2011, όπου επίσης διάβαζε τον μύθο με απόσταση και διάθεση αποδόμησης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η παράσταση κύλησε μέσα σε ένα μπρεχτικό τοπίο. Αντιθέτως, δεν έλειψαν τα κατ’ εξοχήν αριστοφανικά μοτίβα που θα περίμενε κανείς: το σατανικό χιούμορ (οι βωμολοχίες ως πειράγματα), ο διονυσιασμός, η σωματικότητα, η ουτοπία. Η πλήρης συσκότιση επί σκηνής την ώρα που οι γυναίκες σκαρφίζονται τεχνάσματα για να φύγουν από την Ακρόπολη ήταν μια στιγμή ενταγμένη στην αιωνιότητα του τοπίου (με το κοίλο παραδομένο πλέον στον έναστρο ουρανό της Επιδαύρου). Η έκθεση των γυμνών γυναικών στο κέντρο της ορχήστρας συνέβαλε όσο λίγες στην ανάδειξη της ποιητικότητας που είχε θέσει εξαρχής στόχο ο σκηνοθέτης. Μακριά από οποιαδήποτε αίσθηση πορνογραφίας ήταν ένα νεύμα στην ακατάλυτη δύναμη που περιέχει η ποίηση. Το ίδιο ποιητικές υπήρξαν και οι εμβόλιμες προπόσεις στον κοινό Χορό γυναικών και γερόντων, εύρημα που ο Μαρμαρινός έφερε από την παράδοση της Γεωργίας: «Στην Ελένη», «Στον Χρόνο», «Στα γηρατειά», «Στον άντρα μου», «Σ’ αυτόν που θέλω να ‘ρθει», «Σε όλα τα επίθετα του έρωτα».

Στην πιο συγκινητική από αυτές μέρος του κοίλου αναγνώρισε το πρώτο πρόσωπο στο οποίο ήταν αφιερωμένη η παράσταση: τον Μηνά Χατζησάββα, που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Νοέμβριο. Γι’ αυτό και όταν ο Θέμης Πάνου αναφώνησε «Στον Μηνά, γιατί οι προπόσεις και τα τραγούδια θα τον βρίσκουν παντού» το χειροκρότημα υπήρξε αυθόρμητο. Το δεύτερο πρόσωπο ήταν ο Γιώργος Λούκος, όπως αναγράφεται στο καλαίσθητο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου, με το προσωπικό σημείωμα του Μαρμαρινού: «Επειδή η ζωή δεν προχωρά χωρίς μνήμη και χωρίς ευγνωμοσύνη».

Η ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ. Η Λυσιστράτη της Λένας Κιτσοπούλου ήταν μία περφόρμερ, μία περσόνα που κινούνταν στο δικό της τέμπο. Πολύ κοντά στον σκηνικό χώρο με τις άλλες γυναίκες, πολύ μακριά για να είναι «μία από αυτές». Υπήρχαν στιγμές που ξεχνούσες ότι την αριστοφανική ηρωίδα ενσάρκωνε η Κιτσοπούλου. Η τελευταία έμοιαζε να συμμετέχει σε αυτοσχεδιαστική περφόρμανς του Μαρμαρινού –σκηνοθέτη που ενσωματώνει αρκετά στοιχεία περφόρμερ ο ίδιος. Πολλοί θεατές πήραν σίγουρα μαζί τους το στιγμιότυπο έκρηξης, όταν η πρωταγωνίστρια φωνάζει μπροστά στον Κινησία, το παιδί του και τον σκύθη δούλο, οι οποίοι κρατούν από ένα πλαστικό πέος: «Ηρθε ο άλλος να λύσει το γκομενικό του πρόβλημα με το παιδί. Τι είναι αυτά ρε; Μοντέρνα σκηνοθεσία;». Και σε μία από τις ατάκες που σίγουρα θα μείνουν στην παραστασιολογία της σύγχρονης Επιδαύρου, αφού η Λυσιστράτη λούζει των γυναικών το γένος ως τσίρκουλα, ζούδια, δουλικά, καθρέφτες που μιλάνε, αναρωτιέται μεγαλοφώνως: «Πήρε ποτέ ερωτικό γράμμα η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη;». Ατάκα που στέκεται μόνο στη συγκεκριμένη συνθήκη –διαφορετικά πέφτει από το βάρος της αυθαιρεσίας.

Ο απολαυστικός Χορός των γερόντων ακολουθούσε και έδινε τον ρυθμό σε αυτή τη ρευστή παράσταση. Στα μέλη του (Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μπινιάρης, Θέμης Πάνου, Χάρης Τσιτσάκης) ο σκηνοθέτης έδωσε επίσης μερίδιο σε αυτήν την –πώς να τη χαρακτηρίσουμε; –κυβιστική ανάγνωση επί σκηνής. Σαν ένα δεύτερο έργο να έτρεχε μαζί με το βασικό κείμενο. Οταν ένας από τους γέροντες φωνάζει «ποτέ δεν θα πάψω να μισώ των γυναικών το γένος», ο Βογιατζής γυρίζει συνωμοτικά προς το κοινό για να αποκαλύψει την πηγή του στίχου: «Ιππόλυτος» (η τραγωδία του Ευριπίδη). Και όταν η Λυσιστράτη αποκαλύπτει τις προσταγές των συζύγων –«ο πόλεμος είναι δουλειά για άντρες» –ακολουθεί η στιχομυθία του Χορού: «Αυτό πάλι από πού είναι;». «Ιλιάδα» (εννοώντας τον διάλογο Εκτορα – Ανδρομάχης).

Για να φέρει την ιστορία (μνήμη) στη σημερινή εποχή ο Μαρμαρινός βασίστηκε τόσο στη μετάφραση του Δημητριάδη όσο και στις εμβόλιμες στιχομυθίες ή στις διακειμενικές αναφορές: από το «Nessun dorma» μέχρι της «Γυναίκας την καρδιά» του Στράτου Διονυσίου. Δεν φοβήθηκε να ξορκίσει το δέος μας μπροστά στο αρχαίο κείμενο. Δεν φοβήθηκε ούτε μια δόση παιχνιδιάρικου διδακτισμού που αφορούσε τις υπόγειες διαδρομές των λέξεων, την αυτούσια μεταφορά πρωτότυπων στίχων (ουδέν γαρ εσμέν πλην Ποσειδών και σκάφη) και τις σκέψεις του για τη διαχρονία της γλώσσας. «Εφυγε κάποτε η προφορά και μας έμεινε η ορθογραφία» λέει εκτός κειμένου ο Βογιατζής.

Σε αυτό το παιγνιώδες φλας μπακ μεταξύ του αριστοφανικού κειμένου και της πρόσληψής του, η παράσταση ολοκληρώθηκε με τους ηθοποιούς σε στάση αγαλμάτων. Στον αντίποδα της μελετημένης κίνησης κατά την εναρκτήρια σκηνή. Ο,τι είχε να πει η ποίηση για τα παθήματα και την κρίση της πόλης το είπε. Οι ηθοποιοί παγώνουν μέσα στον χρόνο και η Λυσιστράτη ξαναπερνάει στο θέατρο –εκεί όπου πραγματικά ανήκει.

INFO

H παράσταση του Εθνικού Θεάτρου περιοδεύει: Ανδρος (12/8), αρχαίο θέατρο

Φιλίππων (20/8), αρχαίο θέατρο Δίου (23/8), Ολυμπία (28/8), Ρωμαϊκό Ωδείο Πάτρας (30-31/8), Κηποθέατρο Παπάγου (4/9), Θέατρο Δάσους Θεσσαλονίκης (9/9),

Ελαιουργείο Ελευσίνας (12/9), Θέατρο Βράχων (16/9), Αλσος Ηλιούπολης (19/9),

Αλσος Νέας Σμύρνης (21/9), Ηρώδειο (24/9). Στη διανομή των γυναικών: Λένα

Δροσάκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Σοφία Κόκκαλη, Αθηνά Μαξίμου, Ελένη Μπούκλη,

Ηλέκτρα Νικολούζου, Αγλαΐα Παππά, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Σκουλά, Ελενα

Τοπαλίδου, Αθηνά Δημητρακοπούλου, Αννα Κλάδη, Ειρήνη Μακρή, Gemma Carbone