Το ερώτημα τέθηκε και άρα πρέπει να απαντηθεί, ακόμα κι αν έχει καταστεί πλέον ρητορικό: η κρίση γέννησε το Μνημόνιο ή το Μνημόνιο την κρίση; Οι αριθμοί δημιούργησαν ή ανέδειξαν το πρόβλημα;

Οποιος έχει στοιχειώδη νηφαλιότητα και μνήμη γνωρίζει την απάντηση: τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που μετέτρεψε σε ιδιάζουσα και βαρύτατη ελληνική «κρίση» την παγκόσμια «μετα-Λίμαν» οικονομική κρίση, προκάλεσε στη χώρα μας η διαχείριση σχεδόν όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, αλλά γιγάντωσε και κατάστησε ανεξέλεγκτη η διαχείριση της δεύτερης, κυρίως, κυβέρνησης Καραμανλή (2007 – 2009), κατά την οποία σημειώθηκαν τεράστιες δημόσιες σπατάλες και εκτινάχθηκε το χρέος. Το ότι η δημοσιονομική βόμβα δεν έσκασε στα χέρια εκείνης της κυβέρνησης οφείλεται σε τρεις λόγους: στον χρονισμό της παγκόσμιας κρίσης, στο γεγονός ότι η ίδια φρόντισε να αποδράσει εγκαίρως (και προώρως) και στο ότι οι ευρωπαίοι εταίροι έκαναν τα στραβά μάτια σε προφανώς «ατελή» στατιστικά δεδομένα –ο όρος Greek statistics τότε ανέκυψε και όχι στον πυρήνα της κρίσης.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου που παρέλαβε ύστερα από αυτό τον εκτροχιασμό, αποφάσισε να δει και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και όχι χίμαιρες περί «θωρακισμένης οικονομίας». Αναζήτησε τα πραγματικά δεδομένα και εγκατέστησε μια μη κομματική και τεχνοκρατικά επαρκή Αρχή, τα στοιχεία της οποίας αναγνωρίστηκαν διεθνώς ως ορθά έπειτα από μεγάλη βάσανο –οι Ευρωπαίοι είχαν αρχίσει πια να φυσάνε και το γιαούρτι. Το να αποδίδει, συνεπώς, κανείς τη γένεση της κρίσης στην εμφάνιση των ορθότερων στοιχείων της ελληνικής οικονομίας είναι σαν να λέει πως φταίει ο Δαρβίνος που μερικοί άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν στη ζωή. Η πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση έσωσε την παρτίδα, αλλά έκανε αρκετά λάθη: άργησε να καταλάβει πού βρισκόταν, δεν επέβαλε την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου με υπερκομματική πλειοψηφία, δεν πίεσε για γρήγορη αναδιάρθρωση του χρέους και δεν έβαλε ούτε καν ένα λιθαράκι σε μια ελληνική αναπτυξιακή ατζέντα που θα βοηθούσε στην κατάποση της πικρής συνταγής (θυμόσαστε την «πράσινη ανάπτυξη»;). Θα ήταν όμως εντελώς εκτός πραγματικότητας να ισχυριστούμε πως μόνο αυτά τα λάθη διαμόρφωσαν τη δυσμενή θέση στην οποία βρισκόμαστε: είναι πια αποδεδειγμένο πως μεγάλη ευθύνη έχουν και ο σχεδιασμός των Μνημονίων και η άρνηση της εκάστοτε μείζονος αντιπολίτευσης να βάλει πλάτη.

Και πάντως δεν είναι ηθικά σωστό η όποια ευθύνη να μην επιμερίζεται. Η κυβέρνηση Σαμαρά εισήλθε στο Μνημόνιο με μειωμένη αξιοπιστία, αφού το είχε πολεμήσει με κομματικό φανατισμό πριν έλθει στην εξουσία, και επανέκαμψε στον δεξιό λαϊκισμό ακριβώς τη στιγμή που μέσα από την κυβερνητική πράξη της είχε αρχίσει να ξανακερδίζει την αξιοπιστία. Η παρούσα κυβέρνηση έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο: σε πολύ λιγότερο χρόνο έχει επιφέρει τα μεγαλύτερα πλήγματα –όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία, στο κράτος Δικαίου, στη θέση μας στην Ευρώπη. Ο επιχειρούμενος σήμερα αναθεωρητισμός είναι προφανές γιατί τη βολεύει: ελαφρύνοντας τη θέση του μόνου άλλου διεκδικητή της εξουσίας προσδοκά ότι θα έχει ανταπόδοση όταν αντιστραφούν οι ρόλοι. Πιο δύσκολο είναι να καταλάβει κανείς τη στάση της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως υπό τη νέα ηγεσία της: γιατί άραγε να θέλει να παραχαράξει την αλήθεια και να εξολοθρεύσει έναν ήδη εξολοθρεμένο πρώην αντίπαλο, που είναι όμως ο μόνος δυνατός αυριανός σύμμαχος;

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος