Οταν μια διάσημη παίκτρια του Σίτι του Λονδίνου όπως η Αμάντα Στέιβλι χτυπά την πόρτα μιας περιφερειακής ελληνικής συνεταιριστικής τράπεζας για να μπει, με 2 δισ. ευρώ, στην αγορά των κόκκινων δανείων, σημαίνει ότι η τελευταία υπόσχεται κέρδη. Για τους τολμηρούς, τουλάχιστον, ή τους ριψοκίνδυνους.

Είναι λογικό. Τους επόμενους μήνες κυβέρνηση και τραπεζικό σύστημα θα βρεθούν υπό ασφυκτική –μνημονιακή –πίεση προκειμένου να πάρουν τις μεγάλες αποφάσεις και να αναλάβουν δράση για τον περιορισμό των κόκκινων δανείων που έχουν φτάσει τα 109 δισ. ευρώ.

Ηδη όμως έχουν εκδηλωθεί οι πρώτες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι κοινοπραξία επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη διαχείριση των υποχρεώσεων της Μαρινόπουλος, κάτι που οι τράπεζες εξετάζουν συγκρίνοντας τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας λύσης έναντι της επιλογής Σκλαβενίτη.

Παράλληλα αιτήσεις για αδειοδότηση έχουν υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τέσσερις – πέντε εταιρείες επενδυτικών κεφαλαίων που ενδιαφέρονται για τη διαχείριση των δανείων ελληνικών τραπεζών.

Σε τιμές ευκαιρίας. Τους επόμενους μήνες στο επίκεντρο θα είναι τα επιχειρηματικά δάνεια καθώς το νομοθετικό πλαίσιο για τη ρύθμισή τους έχει καθυστερήσει δραματικά, ενώ ξένα funds καραδοκούν ελπίζοντας ότι θα τα αγοράσουν «σε τιμές ευκαιρίας».

Η πρόσφατη πληροφορία ότι στο πλαίσιο της διάσωσης της ιταλικής Monte dei Paschi αποφασίστηκε η τιτλοποίηση κόκκινων δανείων της στο 33% της αξίας τους, έστειλε ρίγη στην ελληνική αγορά. Παρά το γεγονός ότι η περίπτωση είναι διαφορετική αφού για τις ελληνικές τράπεζες δεν τίθεται θέμα διάσωσης, το νούμερο τρομάζει. Σε αυτό το περιβάλλον το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αισθάνεται πιο ευάλωτο από ποτέ καθώς ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) πιέζει για μείωση των κόκκινων δανείων την επόμενη τριετία, δηλαδή έως τα τέλη του 2019, κατά 40 δισ. ευρώ, στόχος που μοιάζει αδύνατος.

Οι προθέσεις που έχουν διαφανεί όλο το προηγούμενο διάστημα από τα ξένα funds που έχουν επαφές με ελληνικές τράπεζες για την αγορά επιχειρηματικών δανείων στη χώρα μας δεν ενθουσιάζουν.

Η πώληση των δανείων σε ποσοστά έως 30% της αξίας τους, όπως ζητούν οι ξένοι, προκαλεί προβλήματα στις ίδιες τις τράπεζες που θα εγγράψουν ζημία στους ισολογισμούς τους. Επιπλέον θα αλλάξει και τον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας μεταβιβάζοντας σε ξένα χέρια και μάλιστα με ιδιαίτερα χαμηλό τίμημα επιχειρήσεις που σήμερα κρίνονται βιώσιμες και θα μπορούσαν να ορθοποδήσουν. Ωστόσο οι προσπάθειες που έγιναν από τις ίδιες τις τράπεζες το προηγούμενο διάστημα για ρυθμίσεις επιχειρηματικών δανείων δεν έχουν φέρει μέχρι σήμερα αποτελέσματα.

Η αντιμετώπιση του προβλήματος είναι επιτακτική. Οι ενδιαφερόμενοι που θέλουν να μπουν στη συγκεκριμένη αγορά, δηλαδή τα ξένα funds, δεν βιάζονται και δείχνουν να είναι σκληροί διαπραγματευτές χωρίς να αποκλείεται να έχουν στο μυαλό τους να το κάνουν ίσως με τον ίδιο τρόπο που μπήκαν και στις αυξήσεις των μετοχικών κεφαλαίων των τραπεζών, δηλαδή σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Κάτι στο οποίο, όμως, οι διοικήσεις των τραπεζών δεν συμφωνούν.

Η σύσταση κοινής εταιρείας μεταξύ της Alpha Bank και της Aktua για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου στεγαστικών, καταναλωτικών και μικρών επιχειρηματικών δανείων, αλλά και η ανάθεση προς διαχείριση και αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίου 1,2 δισ. ευρώ επιχειρηματικών δανείων από την Alpha και τη Eurobank στην KKR και στην Pillarstοne είναι κινήσεις με στόχο τη μείωση του βάρους των κόκκινων δανείων. Προς την ίδια κατεύθυνση και η Τράπεζα Πειραιώς η οποία συζητά τη συμμετοχή της στην κοινή πλατφόρμα Alpha Bank και Εurobank με την KKR, ενώ αναμένεται να ακολουθήσει και η Εθνική. Στόχος είναι για τον τομέα των επιχειρηματικών δανείων, οι πρώτες κινήσεις να επικεντρωθούν στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων με βάση το μοντέλο KKR – Pillarstone, το οποίο προβλέπει και αναχρηματοδοτήσεις για την εξυγίανση βιώσιμων επιχειρήσεων. Αν το μοντέλο αυτό προχωρήσει, τότε η πώληση των δανείων θα μπορεί να περιοριστεί σημαντικά. Αλλωστε εξαρχής οι τράπεζες έχουν εκδηλώσει την πρόθεση να ρυθμίσουν και όχι να πουλήσουν τα δάνεια.

Βραδυπορεί η κυβέρνηση. Ωστόσο η σοβαρή καθυστέρηση που έχει επιδείξει η κυβέρνηση στη θέσπιση του νομοθετικού πλαισίου που θα διέπει τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια κρατά δεμένα τα χέρια των τραπεζών. Ανάμεσα στις εκκρεμότητες που είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει η ελληνική πλευρά περιλαμβάνονται η θέσπιση του εξωδικαστικού συμβιβασμού και η αναθεώρηση του νόμου Δένδια για τα επιχειρηματικά δάνεια. Και οι δύο αυτές ρυθμίσεις αποτελούν το κλειδί των εξελίξεων.

Ηδη βάσει της συμφωνίας με τους δανειστές, η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε μέχρι τα τέλη Ιουνίου να έχει νομοθετήσει για την εξωδικαστική ρύθμιση χρεών. Ο μηχανισμός όταν θεσμοθετηθεί θα μπορεί να αξιοποιηθεί από μικρούς και μεγάλους οφειλέτες για τη ρύθμιση όλων των χρεών τους ακόμα και προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, διευκολύνοντας έτσι τις διαδικασίες για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δανείων που σήμερα προχωρούν με εξαιρετικά χαμηλούς ρυθμούς.

Το πλαίσιο αυτό θα εισάγει και νομοθετικές ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της πτωχευτικής διαδικασίας για επιχειρήσεις οι οποίες θα κρίνονται μη βιώσιμες. Παράλληλα αναμένεται η θεσμοθέτηση έως τα τέλη Σεπτεμβρίου και της απαιτούμενης νομοθεσίας για τους «διαχειριστές πτώχευσης».

Αντί όλων αυτών, μέχρι σήμερα ισχύει ο νόμος Δένδια στον οποίο δόθηκε παράταση έως τις 30 Σεπτεμβρίου και αφορά επιχειρήσεις με τζίρο έως 2,5 εκατ. ευρώ. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις οι τράπεζες προσπαθούν μόνες τους να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις, χωρίς όμως μέχρι σήμερα αξιόλογο αποτέλεσμα.

Ανάγκη για αναθεώρηση. Και ενώ όλα αυτά εκκρεμούν, οι πιέσεις προς τις ελληνικές τράπεζες από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό για άμεση μείωση των κόκκινων δανείων είναι μεγάλες.

Παράγοντες της τραπεζικής αγοράς παραδέχονται ότι ανάμεσα στις δύο πλευρές υπάρχουν διαφωνίες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μαζική πώληση επιχειρηματικών δανείων και το ύψος των δανείων από τα οποία πρέπει να απαλλαγούν. Πάντως εργαλείο για να προχωρήσουν οι διαδικασίες, σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, είναι αναμφισβήτητα η αναθεώρηση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, ώστε να τρέξουν οι διαδικασίες μετοχοποίησης των χρεών για όσες επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια βιωσιμότητας.

Σήμερα οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες και σκοντάφτουν στις αντιρρήσεις των μετόχων των επιχειρήσεων, που πολλές φορές τις μπλοκάρουν.

Αν υπάρξει άμεσα νέο πλαίσιο, μεγάλο μέρος των δανείων μπορεί να ρυθμιστεί και τότε η πώληση δεν θα αποτελεί τον μόνο τρόπο για να απαλλαγούν οι τράπεζες από το βαρίδι των κόκκινων δανείων.