Ενώ η χώρα περνά το πιο ήσυχο ίσως καλοκαίρι των τελευταίων ετών, κάποιες κυβερνητικές φωνές και ενέργειες προκάλεσαν ανησυχία στην Ευρώπη, που κατά τα άλλα τον Αύγουστο κατεβάζει ρολά.

Οι εξελίξεις γύρω από το Ελληνικό, που απειλούν την επένδυση, και οι δηλώσεις του υπουργού Ενέργειας Πάνου Σκουρλέτη εναντίον της ιδιωτικοποίησης του 17% της ΔΕΗ έστειλαν μηνύματα στους δανειστές ότι τα αντανακλαστικά του παλιού ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν ισχυρά. Αρα όσα σχέδια έγιναν με δεδομένο ότι η εφαρμογή του προγράμματος θα κυλήσει στο εξής ανεμπόδιστα είναι τουλάχιστον αβέβαια.

Στον βαθμό που αποτελούν πρόκριμα για τις διαπραγματεύσεις του φθινοπώρου, οι παλινωδίες στις ιδιωτικοποιήσεις συνιστούν απειλή πρώτου μεγέθους για την οικονομία της χώρας, τονίζουν οικονομικοί παράγοντες. Κι αυτό γιατί το φθινόπωρο, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου, το επίκεντρο θα βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό σε τέτοιου είδους θέματα: διαρθρωτικές αλλαγές, με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης. Αν δεν υλοποιήσει η κυβέρνηση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, η αξιολόγηση θα συρθεί για μήνες και μαζί της θα καθυστερήσουν όχι μόνο οι εκταμιεύσεις που προσδοκά η χώρα, αλλά –κατά την εκτίμηση των θεσμών –και η επιστροφή της ανάπτυξης.

Μάλιστα, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ακόμη και η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Μάριο Ντράγκι θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την υιοθέτηση μέτρων που θα τονώσουν την ανάπτυξη. Ο Ντράγκι δεν είναι μεγάλος θιασώτης της λιτότητας, αναφέρουν πηγές που γνωρίζουν τον τρόπο που σκέφτεται ο κεντρικός τραπεζίτης. Δεν πιστεύει, με άλλα λόγια, ότι το μόνο γιατρικό για την Ελλάδα είναι τα μέτρα περικοπών. Αντίθετα, θεωρεί προτιμητέα τη συνταγή της ανάπτυξης, που βελτιώνει με τον καλύτερο τρόπο το προφίλ του χρέους και περιορίζει τις ανάγκες για μέτρα μείωσης του ελλείμματος.

Η συνταγή, όμως, αυτή έχει προδιαγραφές τις οποίες η Ευρώπη έχει εντάξει στις μνημονιακές δεσμεύσεις. Οι αποκρατικοποιήσεις είναι σημαντικό κομμάτι τους. Αν σκαλώσουν, θα κινδυνεύσει όλο το οικοδόμημα του προγράμματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, ένα «όχι» της ΕΚΤ για συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα έχει ευρύτερο αρνητικό αντίκτυπο, καθώς θα απομακρύνει και την προοπτική φθηνότερου δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, μέσω της πτώσης των αποδόσεων των ομολόγων, και άρα την επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές.

Κανονικά, οι δανειστές θεωρούσαν ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα ήταν μια σχετικά απλή υπόθεση, αφού δεν περιλαμβάνει νέες περικοπές μισθών και συντάξεων, αλλά κυρίως μεταρρυθμίσεις. Ομως, αυτές ίσως αποδειχθούν εξίσου δύσπεπτες για την κυβέρνηση. Ενδεικτικά, ο κατάλογος όσων πρέπει να γίνουν το φθινόπωρο περιλαμβάνει από την απελευθέρωση του επαγγέλματος των μηχανικών ώς τον εξορθολογισμό των ειδικών μισθολογίων, από την εφαρμογή της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ για τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα ώς το άνοιγμα της αγοράς φυσικού αερίου και από την προκήρυξη της πρώτης δημοπρασίας ισχύος ηλεκτρικής ενέργειας ώς το πολιτικά ευαίσθητο θέμα της ευθυγράμμισης με τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ του καθεστώτος των ομαδικών απολύσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του συνδικαλιστικού νόμου.

Η πρόταση Στουρνάρα. Εν τω μεταξύ, πριν ξεκινήσει η δεύτερη αξιολόγηση και προκειμένου να εισπραχθεί η δεύτερη υποδόση, 2,8 δισ. ευρώ της πρώτης αξιολόγησης, πρέπει μεταξύ άλλων ώς τον Σεπτέμβριο να στελεχωθεί το νέο Υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων, όπου και θα μεταφερθεί ένας ακόμη αριθμός ΔΕΚΟ.

Χωρίς δείγματα αποφασιστικής εφαρμογής του προγράμματος, εξάλλου, η κυβέρνηση δεν θα μπορέσει, σημειώνουν οι οικονομικοί παράγοντες, να κερδίσει ούτε τη μάχη για τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2018. Η σχετική πρόταση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, λένε οι οικονομικοί παράγοντες, είχε κι ένα δεύτερο σκέλος που αφορούσε ακριβώς την επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων, ώστε –μέσω της ανάπτυξης –να αντισταθμιστεί η λιγότερη λιτότητα. Το ένα αποτελεί προϋπόθεση για να γίνει δεκτό το άλλο.