Υπάρχουν συναντήσεις στη ζωή που η μακροχρόνια διάρκειά τους μεταβάλλεται σε πρόκληση ώστε να αναγνωρίσεις έναν κόσμο που μπορεί να σιωπά άλλά η «φωνή» του ακούγεται διαπεραστική. Είναι η «συνάντηση» και η σχέση του καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη με τον γάτο του, τον Δαρείο. Τι πιο φυσικό αλλά και συναρπαστικό ταυτόχρονα το νιαούρισμά του να εισπράττεται ως ένα λεκτικό σήμα, τόσο πλούσιο σε έννοιες, από τον πανελλήνιας εμβέλειας λεξικογράφο!

Τον κοιτάζω κάποιες στιγμές και με κοιτάζει κι εκείνος. Ξαπλωμένος πάνω στο γραφείο μου, αριστερά δίπλα μου, ανάμεσα στα βιβλία και στα χαρτιά μου, ενώ δουλεύω, ο Δαρείος, ο γάτος μου, με παρακολουθεί. Το όνομά του το οφείλει προφανώς στη ράτσα του, είναι… περσικής καταγωγής. Νομίζω μάλιστα ότι έχει «συνείδηση» ότι διαφέρει από άλλες γάτες, γεγονός που τού γεννά, εκτιμώ, ίχνη υπεροψίας.

Άραγε τι να σκέπτεται, όσο με κοιτάζει; Ή, μάλλον, σκέφτεται καθόλου, νιώθει, αισθάνεται; Ή απλώς κοιτάζει; Σκέφτονται τα ζώα και ειδικά οι γάτες; Μεγάλο θέμα άνοιξα! Τα ζώα δεν έχουν λογική νοημοσύνη, είναι γνωστό. Αυτό είναι προνόμιο τού ανθρώπου, που τον ξεχωρίζει από τα ζώα. Όμως κάτι αισθάνεται ο Δαρείος. Περιεργάζεται τα λεξικά πάνω στο γραφείο μου, δίπλα του, και τα βιβλία που τον περιτριγυρίζουν (κάποια τα χρησιμοποιεί και ως προσκέφαλο!). Τον ελκύουν τα χρώματα των εξωφύλλων τους; Και ποια; Το μπλε, το κόκκινο, το πορτοκαλί, το πράσινο, το κίτρινο; Ή μήπως το σχήμα τους και το μέγεθός τους∙ άλλο μεγάλο, άλλο μεγαλύτερο, άλλο μικρό; Πάντως τα κοιτάζει. Λες να σκέφτεται κάτι σαν «κοίταξε τι κάνει το αφεντικό μου∙ με τι ασχολείται τόσες ώρες, πρωί, απόγευμα, βράδυ»; Συμμετέχει άραγε στις διάφορες στιγμές τής δουλειάς μου; Όταν σκέπτομαι, όταν τον κοιτάζω αφηρημένος, όταν χαίρομαι, όταν ενθουσιάζομαι με κάτι που βρήκα ή σκέφτηκα, ή πάλι όταν ανησυχώ, αγωνιώ, εκνευρίζομαι, λυπάμαι; Λογική νοημοσύνη, εντάξει, δεν έχει∙ συναισθηματική νοημοσύνη όμως; Ενστικτώδη; Παρατηρώ πώς με κοιτάζει. Δεν κοιτάζει αδιάφορα. Εκδηλώνει κάποιο ενδιαφέρον, ίσως με συμπονεί με την ετυμολογική (συν+πονεί) και τη μεταφορική σημασία τής λέξης. Ποιος ξέρει.

Άκουσε έναν θόρυβο. Γυρίζει ανήσυχα το κεφάλι να δει τι συμβαίνει. Είναι απ’ έξω ή κάποιος έρχεται στο δωμάτιο; Ακούει ή οσφραίνεται; Ή και τα δύο; Με κοιτάζει να δει πώς αντιδρώ κι εγώ. Ανησυχώ, αδιαφορώ; Συνεχίζω τη δουλειά μου∙ ηρεμεί κι αυτός. Άρα σε ακοή, όσφρηση και όραση υπερτερεί. Άραγε το αισθάνεται; Μήπως έχει και «σύμπλεγμα ανωτερότητας» απέναντί μου; Αυτό μάς έλειπε τώρα…

Κάποια στιγμή, όλως ξαφνικά και μισοκοιμισμένος αρχίζει την καθαριότητα τού σώματός του. Με τη γλώσσα, το σάλιο και τα μπροστινά πόδια, τα «χέρια» του. Ως γλωσσολόγος δεν είχα σκεφτεί ποτέ τέτοια χρήση τής γλώσσας! Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι στα ζώα η γλώσσα χρησιμεύει και στην καθαριότητά τους. Σαλιώνει ο Δαρείος με τη γλώσσα και πλένει τα μέρη τού σώματός του όπου φθάνει. Όπου δεν φθάνει, στο κεφάλι π.χ., «πλένεται» πάλι σαλιώνοντας με τη γλώσσα του το χέρι του, με το οποίο πλένει σιγά-σιγά το κεφάλι του, συστηματικά σε όλη του την έκταση. Κατά καιρούς σταματά το πλύσιμο και με κοιτάζει. Επιζητεί ενθάρρυνση που είναι καθαρός; Περιμένει να τον επαινέσω λεκτικά μ’ ένα «μπράβο, Δαρείο»; Λεκτικά;

Καταλαβαίνει, λοιπόν, ο Δαρείος λεκτικά τι τού λέω; Εν πάση περιπτώσει –το βεβαιώνω –καταλαβαίνει το όνομά του. Τον φωνάζω με το όνομά του και έρχεται. Γυρίζει το κεφάλι του προς το μέρος μου, όταν ακούει το όνομά του. Χτυπάει με τα μπροστινά πόδια του την πόρτα τού γραφείου μου, για να τού ανοίξω να μπει μέσα ή και να βγει έξω. Αν δεν ανταποκριθώ στο αίτημα, χρησιμοποιεί λεκτικά σήματα: νιαουρίζει. Σε αντίθεση προς τα ηχητικά σήματα με χτυπήματα, κάνει οικονομία στα λεκτικά σήματα. Τα χρησιμοποιεί φειδωλά και σε άλλες ειδικές ή έκτακτες περιπτώσεις. Για να δηλώσει ότι ξεχάσαμε να ανανεώσουμε το νερό που πίνει ή το φαγητό (ξηρή τροφή) που τρώει. Ή για πιο σοβαρά θέματα επικοινωνίας: για να διαμαρτυρηθεί –έντονα και παρατεταμένα –αν τον αφήσουμε μόνο μία ή δύο μέρες, όταν αναγκαστούμε να λείψουμε από το σπίτι.

Τον κοιτάζω και σκέπτομαι, όπως κουρνιάζει δίπλα μου (πάντα πάνω στο γραφείο μου), ότι αυτό που ζητάει είναι μόνο η αγάπη μας, η στοργή μας, λίγη προσοχή γι’ αυτόν, λίγο φαγητό (πάντοτε το ίδιο –αλήθεια, πώς τρώει πάντα το ίδιο, μονοφαγία!), λίγο φρέσκο νερό και την ησυχία του –όχι μετακινήσεις, όχι φασαρία με ηλεκτρική σκούπα που ο θόρυβός της τρυπάει τ’ αφτιά του, όχι νέα πρόσωπα στα πόδια του, όχι απαξίωση τής παρουσίας του, αλλά με σεβασμό συγχρόνως στην ιδιωτικότητά του, όχι παράλειψη να τον χτενίσουμε, όχι πολλά-πολλά, εν τέλει. Δεν τον πειράζει η πολλή ζέστη ή το πολύ κρύο: όπου ξαπλώσει είναι το πιο δροσερό μέρος στη μεγάλη ζέστη και το πιο ζεστό στο πολύ κρύο. Πόσο πολύ διαφέρει, λοιπόν, ο κάθε Δαρείος από τις απαιτήσεις και τα πιεστικά αιτήματα των ανθρώπων! Προσφέρει και ζητάει μόνο αγάπη∙ και στοιχειώδη περιποίηση για τις στοιχειώδεις ανάγκες του. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Το ένα ένστικτο και το συναίσθημα αναπληρώνουν την έλλειψη λογικής νοημοσύνης.

Τον ενημερώνω –για λόγους… εντιμότητας απέναντί του –ότι θα δώσω μια φωτογραφία του να δημοσιευθεί σε μια εφημερίδα και ότι πρόκειται να μιλήσω γι’ αυτόν. Τον διαβεβαιώνω πάντως ότι δεν πρόκειται να πω κάτι αρνητικό που να τον θίγει (για το ύφασμα λ.χ. τής πολυθρόνας που έσχισε παλιότερα ξύνοντας τα νύχια του κ.λπ.) και με το βλέμμα του αισθάνομαι να με προειδοποιεί να μη δημοσιοποιήσω αυστηρώς «προσωπικά δεδομένα» του (ότι έχει υποβληθεί σε στείρωση λ.χ.). Τον καθησυχάζω με κατανόηση τού εύλογου αιτήματός του, έστω και οπτικά διατυπωμένου με μόνη τη σοβαρότητα τού βλέμματός του.

Τελικά, αντιλαμβάνομαι ότι ο Δαρείος επιβάλλεται διά τής σιωπής του και τής αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων τής σημειολογίας (βλεμμάτων, κινήσεων κ.λπ.), διδάσκοντας τον γράφοντα γλωσσολόγο ότι μπορεί κανείς να επικοινωνεί και διά τής σιγής. Μάλιστα έχω την υποψία –πάλι από το βλέμμα του –ότι μού υπενθυμίζει με νόημα ότι «κρείττον τού λαλείν το σιγάν»…