Ηταν η συναυλία του καλοκαιριού αλλά και η εξαίρεση που επιβεβαίωσε τον κανόνα. Οι Muse κατάφεραν να απογειώσουν περισσότερους από 22.000 μουσικόφιλους πριν από μερικές εβδομάδες στην Πλατεία Νερού, στην τέταρτη εμφάνισή τους στη χώρα μας (και την 126η από τις συνολικά 131 παραστάσεις που περιλαμβάνει η Drones Tour). Οι Αγγλοι απέδειξαν γιατί θεωρούνται ένα από τα κορυφαία rock act συγκροτήματα του πλανήτη αυτή τη στιγμή. Αυτή όμως η φαντασμαγορική μουσική συνάντηση δεν κατάφερε να επηρεάσει τον συναυλιακό ισολογισμό: η εγχώρια μουσική σκηνή έδειξε ότι κρατά τα ηνία (και) αυτό το καλοκαίρι. Οι έλληνες καλλιτέχνες που εκπροσωπούν το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι –ή το έντεχνο, όπως πολύ επιμένουν να το υποτιτλίζουν –έχουν τη διπλάσια προσέλευση (και την τριπλάσια σε αρκετές περιπτώσεις) στους χώρους όπου εμφανίζονται.

Ας μείνουμε όμως στα παραδείγματα των ξένων καλλιτεχνών. Οι Beirut, οι οποίοι έκαναν ποδαρικό στο πρώτο Release Athens στην Πλατεία Νερού –το ίδιο βράδυ που εμφανίζονταν οι Daugter, Polkar, Ειρήνη Σκυλακάκη -, δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν περισσότερους από 5.000 θεατές. Σε αυτό το νούμερο συγκλίνουν όσοι τους παρακολούθησαν αλλά και άνθρωποι της αγοράς. Οι ίδιοι επιμένουν ότι οι αριθμοί κινούνται στα ίδια επίπεδα με τους Sigur Ros, το ιρλανδικό post rock συγκρότημα που έπαιξε λίγες ημέρες μετά στον ίδιο χώρο, αλλά και για την ημέρα που στη σκηνή του νεόκοπου φεστιβάλ ανέβηκαν οι Parov Stelar, Scott Bradlee’s Postmodern Jukebox, Chinese Μan, Rsn, GAD. Κάπως καλύτερα τα κατάφερε η PJ Harvey: οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι η μελαγχολική ντίβα κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 7.000 άτομα στην Πλατεία Νερού. Μια διακύμανση μεταξύ 5.000 και 7.000 θεατών ισχύει και για την περίπτωση της Λάνα ντελ Ρέι, νούμερο που χρεώνεται στις χαμηλές πτήσεις για έναν συναυλιακό χώρο όπως το Terra Vibe της Μαλακάσας.

Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι στις 4 ημέρες που εμφανίστηκαν ξένα συγκροτήματα ή καλλιτέχνες συγκέντρωσαν τόσους θεατές όσους συγκέντρωσαν σε δύο μέρες ο Γιάννης Αγγελάκας με τους Vic και τον Παύλο Παυλίδη ή ο Σωκράτης Μάλαμας με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τον Λεωνίδα Μπαλάφα στην Πλατεία Νερού (περίπου 23.000 θεατές και τις δύο ημέρες). Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, εξάλλου, πέτυχε δύο απανωτά sold out στο Θέατρο Βράχων (περίπου 12.000) και ο Γιάννης Χαρούλης τρία στο Θέατρο Πέτρας (περίπου 18.000 θεατές). Η ίδια ατμόσφαιρα επικρατεί και στους υπόλοιπους συναυλιακούς χώρους. Τα μεγάλα ονόματα στο Eject –με εξαίρεση τους Muse –αλλά και το Rock Wave δεν κατάφεραν να σαγηνέψουν το ελληνικό κοινό. Και όσοι υποστηρίζουν πως το εισιτήριο στις ελληνικές συναυλίες είναι πιο προσιτό –οι ξένοι καλλιτέχνες είχαν από 25 έως και 50 ευρώ, ενώ η είσοδος για τους εγχώριους σταρ δεν ξεπερνάει τα 12 ευρώ, η απάντηση είναι πως και το κόστος είναι δυσανάλογο. Καλά πληροφορημένες πηγές της αγοράς υποστηρίζουν ότι για κάθε συναυλία των Muse, για παράδειγμα, ο υπολογισμός του κόστους ξεκινάει μετά τα 600.000 ευρώ (την ίδια στιγμή η PJ Harvey φέρεται να ξεπερνάει τα 150.000 ευρώ). Ζητήσαμε από τρεις γνώστες του ελληνικού συναυλιακού τοπίου να ακτινογραφήσουν το φαινόμενο.

Γιώργος Νταλάρας

“Δεν ξέρω αν το καλό τραγούδι επανέρχεται ή αν υπάρχει πάντα και τώρα φωτίζεται πιο πολύ σε μια εποχή ξεσκαρταρίσματος που γίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα. Με την έννοια ότι η εποχή μας είναι δύσκολη, με πολλά βάρη και βαρίδια, και αν κάποτε ήσουν πιο ανεκτικός στην προχειρότητα ή στην ευτέλεια, τώρα κατ’ ανάγκη επιλέγεις. Πάνω απ’ αυτό, όμως, υπάρχουν οι αντικειμενικοί λόγοι. Για μένα το καλό τραγούδι, παλιό ή νέο, επανέρχεται ή επικρατεί γιατί είναι καλό σε κάθε κρίση και κριτική. Καλός στίχος, καλή μουσική, καλή ερμηνεία. Ετσι κουβαλάμε τα τραγούδια στη ζωή μας. Μαζί με τις καλές μας μνήμες, τις παραδόσεις μας, τις οικογενειακές αναμνήσεις μας, τις φιλικές γιορτές, τις χαρές μας και τις λύπες μας. Εκεί ακουμπήσαμε στα δύσκολα. Παίζει ρόλο και το ταμπεραμέντο μας. Είμαστε μεσογειακός λαός. Στον ρυθμό αντιδρούν όλοι σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Στη μελωδία και στον στίχο αντιδρά το θυμικό, το συναίσθημα, πιο πολύ από το σώμα. Ετσι τα τραγούδια αποθηκεύονται. Ενας άλλος λόγος είναι η μοναχικότητα. Ή, μάλλον, η απομόνωση της εποχής. Τα νέα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς αναφορές στην προέλευσή τους, στη ρίζα τους. Εχει χαθεί η έννοια της ιδιαίτερης πατρίδας ως αναφορά στο “επέστρεφε”. Τα παιδιά που κάνουν διακοπές στα Χανιά, ας πούμε, θα νιώσουν πιο έντονα τις μουσικές, τις μυρωδιές, τη διάλεκτο. Γυρίζοντας στη μίζερη και εχθρική Αθήνα θα επικοινωνήσουν εγκάρδια με τον Χαρούλη ή τον Μίλτο Πασχαλίδη και αρκετούς άλλους, που είναι απλά δικά τους παιδιά, χωρίς επιτήδευση, με ωραίες μουσικές και λόγια. Και βέβαια με στιβαρές αναφορές στο παρελθόν, στα καλά τραγούδια, που δεν λείπουν από το πρόγραμμά τους. Ετσι συνεχίζεται η αλυσίδα. Ενας τελευταίος λόγος είναι η απομόνωση, ο αποκλεισμός, καλύτερα, του καλού τραγουδιού από τα περισσότερα Μέσα που παίζουν playlist τις “καυτές επιτυχίες της χρονιάς”. Ετσι το καλό τραγούδι γίνεται ακριβοθώρητο, σπάνιο και πολύτιμο».

Ελευθερία Αρβανιτάκη

Δεν κινδύνεψε πραγματικά ποτέ η σχέση. Περιοδεύω τα τελευταία χρόνια της κρίσης κάθε καλοκαίρι και αυτό που είδα είναι ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες που προέκυψαν ή την απελπισία ότι δεν θα τα καταφέρουμε, η σχέση των καλλιτεχνών με το κοινό τους στάθηκε όρθια και ίσως τους έφερε και πιο κοντά. Ισως για να περάσουμε μαζί τη δυσκολία και το χάος που δημιουργήθηκε. Το τραγούδι είναι η λαϊκότερη των τεχνών, η πιο αυτονόητη έκφραση αισθημάτων. Και στα αισθήματα προσθέτουμε την ανάγκη να εκφράσουμε την ιδιαιτερότητά μας, δηλαδή τη γλώσσα μας, τη μουσική μας, την παράδοσή μας, τα πανηγύρια μας, τον κοινό μας τόπο και πολιτισμό. Μια μεγάλη ανάγκη που γέννησε η κρίση, αλλά και ένα μέτρο ζωής και σκέψης που αποκαθίσταται σιγά σιγά».

Μάνος Ελευθερίου

Τα καλά παλαιά τραγούδια διάφορων συνθετών πάντα τα χρησιμοποιούσαν οι τραγουδιστές μας για να κλείσουν το νυχτερινό τους πρόγραμμα. Ηταν σαν την σοκολάτα υγείας που είχε ξεχαστεί στο ψυγείο. Ο Τσιτσάνης μόνο δεν είχε ανάγκη να προστρέχει σε τραγούδια άλλων. Σε μια μοναδική και πρωτόγονη ηχογράφηση της δεκαετίας του 1950, στο κέντρο όπου εργάζονταν η Μαρίκα Νίνου και ο ίδιος, τραγουδούσε ένα ποτ πουρί από τις επιτυχίες του ίδιου και του συνεργάτη του στο πάλκο Γιάννη Παπαϊωάννου. Εκεί, κλείνοντας, η Νίνου τραγουδάει το δίστιχο “Ανοίξτε τα παράθυρα να φύγουν τα ντουμάνια” εννοώντας την κάπνα από τα τσιγάρα. Το ίδιο κάνουν και οι σημερινοί καλλιτέχνες από χρόνια. Από ανάγκη πρώτα πρώτα και βέβαια από αγάπη (το «Αξιον εστί» είναι για άλλες περιπτώσεις). Μ’ αρέσουν αυτά τα πειράγματα που κάνουν οι νεότεροι στο παλιό τραγούδι. Με νέα ενορχήστρωση, κρατώντας την πρώτη φωνή, παίρνει άλλες διαστάσεις. Στην εποχή τους δεν είχαν ούτε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν μεγαλύτερη ορχήστρα ούτε τα μηχανήματα που σήμερα κάνουν θαύματα. Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και ο σημερινοί ακροατές, οι οποίοι έχουν ανάγκη το καλό τραγούδι –και το παλαιότερο -, είτε έντεχνο είτε όχι. Εξοφλούν κατά κάποιον τρόπο λογαριασμούς. Ανασαίνουν τον αέρα μιας άλλης δημιουργίας, είτε με Αττίκ δίπλα σε Τσιτσάνη είτε με Χαιρόπουλο και Γιαννίδη δίπλα στον Ξαρχάκο».