Πριν από είκοσι και πάνω χρόνια, αν λογαριάζω καλά, βρέθηκα να περιοδεύω στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, σε αυτό που ονομάζουμε Μεγάλη Ελλάδα. Χαρακτηρισμό που δεν αρνούνται να χρησιμοποιούν και οι Ιταλοί, αφού δεν έχουν τέτοιου είδους συμπλέγματα όντας λαός με ανάλογη σε βάθος και ποιότητα και αξίες ιστορία.

Είναι όμως συνταρακτικό να κατηφορίζεις την «μπότα» της Ιταλίας και προς τη μεριά της Αδριατικής να συναντάς οδικές ταμπέλες (και ο ιταλικός αρχαιολογικός τουρισμός είναι άκρως παιδαγωγικός και εξαντλητικός, αφού σε κάθε ταμπέλα υπάρχει και σύντομο κείμενο που σε ξεναγεί στην ιδιαιτερότητα του ιστορικού τοπίου, τα μνημεία του, τις μάχες, τους θεσμούς), οι οποίες σε πληροφορούν σε ποιον ιστορικό χώρο ταξιδεύεις. Ετσι κάπου, σε μια μεγάλη στροφή του έξοχου δρόμου, δύο ταμπέλες αντικριστές σε πληροφορούν ότι ταξιδεύεις ανάμεσα στα μυθικά ομηρικά τοπωνύμια Σκύλλα και Χάρυβδις!

Οδεύοντας προς τις Συρακούσες καταλύσαμε στον εξαίσιο χώρο κάτω από το ενεργό ηφαίστειο της Αίτνας, την Ταορμίνα, αρχαίο πόλισμα Ταυρομένιον, όπου και θαυμάσια συντηρημένο αρχαίο ρωμαϊκό αμφιθεατρικό θέατρο, έδρα σπουδαίου καλλιτεχνικού φεστιβάλ. Η εποχή ήταν κοινό ορθόδοξο και καθολικό Πάσχα κι έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να βιώσουμε και μάλιστα σε επαρχιακές εθιμικές συνθήκες τα λαϊκά κυρίως τελέσματα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης.

Η Ταορμίνα χωμένη σε μια πλευρά της Αίτνας ατενίζει από ψηλά και πανοραμικά τη θάλασσα, αλλά απέχει περίπου 30 χιλιόμετρα φιδωτού δρόμου.

Από εκεί ψηλά αντικρίζαμε στην παραλία ένα γραφικό χωριό. Μας πληροφόρησαν ότι ήταν κάτι σαν τη δική μας Ραφήνα, ψαροχώρι που ζούσε από την αλιεία και τις τουριστικές ψαροταβέρνες. Και το όνομα του οικισμού: Νάξος! Η περιέργεια έφτασε στο ζενίθ. Οργανώσαμε μια έξοδο βραδινή για φαγητό στη Νάξο, λοιπόν.

Οταν φτάσαμε και σταθμεύσαμε σε μεγάλο οργανωμένο πάρκινγκ, κατεβήκαμε στην παραλία όπου υπήρχε οργανωμένο λιμάνι με θαλαμηγούς και ψαροκάικα. Και στην ξηρά, η μία δίπλα στην άλλη με το ιταλικό γούστο ψαροταβέρνες και μπαρ και καφετέριες. Ο,τι γνωρίζαμε από τα ελληνικά ανάλογα.

Την προσοχή μας όμως ερέθισε ένα μοντέρνο γλυπτό απάνω στην προκυμαία. Ηταν ένα μεταλλικό έλασμα πλάτους τουλάχιστον 80 εκατοστών και ύψους όχι λιγότερο από 10 μέτρα. Με το ανοιξιάτικο αεράκι που έφερνε το πέλαγος σειόταν και λυγιζόταν με χάρη σοβαρή.

Σπεύσαμε να το περιεργαστούμε και διαπιστώσαμε από κοντά πως το έλασμα αυτό ήταν μπηγμένο σε έναν μαρμάρινο κύβο, βάση, όπου στην μπροστινή προς τον θεατή πλευρά υπήρχε χαραγμένη επιγραφή. Και έκπληκτοι διαβάσαμε: «Σ’ αυτήν εδώ την ακτή ένα πρωί του έτους 630 π.Χ. έφτασε μια βάρκα με πρόσφυγες από την ελληνική νήσο Νάξο, οι οποίοι για την ομοιότητα του τοπίου με την πατρίδα τους εγκαταστάθηκαν εδώ και ονόμασαν τον οικισμό τους Νάξο. Αυτό το μνημείο έστησαν οι Νάξιοι της Σικελίας σε ανάμνηση εκείνης της μακρινής επίσκεψης, σύμβολο φιλίας και αλληλεγγύης των λαών».

Η συγκίνηση ήταν μεγάλη, αλλά σημαντικότερος ήταν ο στοχασμός γύρω από μια πανάρχαια και συνεχώς επαναλαμβανόμενη τραγωδία.

Αλήθεια τι συνέβη στη γραφική Νάξο εκείνα τα μεγάλα χρόνια της ελληνικής μετανάστευσης και του αποικιακού πυρετού;

Αυτό το όμορφο νησί έχει μια ιστορία κατακτήσεων που θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο διαχρονικό. Το κατέκτησαν πειρατές, Πέρσες, Ρωμαίοι, σταυροφόροι, Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί και είναι ο μοναδικός ελληνικός τόπος που για λίγους μήνες είχε εβραίο κυβερνήτη.

Τι άραγε ώθησε μια δράκα Ναξίων να πάρει των ομματιών της το 630 π.Χ., να επιβιβαστεί σε μια σακολέβα, που θα έγραφε ο Παπαδιαμάντης, και να διαπλεύσει το Αιγαίο Πέλαγος και ύστερα την Αδριατική για να φτάσει ένα πρωί σε μια ξένη ακτή, έρημη, που θύμιζε στους ναυτίλους την πατρίδα και αποφάσισαν να βρουν καταφύγιο εκεί;

Το μυαλό ταξιδεύει πια και αναθυμάται την ελληνική προσφυγιά, την οικονομική μετανάστευση, τις πολιτικές εξορίες, τους εμπορικούς εποικισμούς ενός λαού οδυσσειακού. Αφήνω τις εσωτερικές μεταναστεύσεις σε εποχές πολέμου και εμφύλιας σύρραξης. Η Λαμία όπου γεννήθηκα ήταν έως το 1945 μια πόλη αστών, εμπόρων και υπαλλήλων. Δεν είχε εργοστάσια, άρα εργατικό δυναμικό, και ο μεγάλος κάμπος που τον διέρρεε ο γόνιμος Σπερχειός ποταμός με ποικιλία αγροτικών καλλιεργειών (εκεί, πρωτολειτούργησαν στην Ελλάδα στα έλη των Θερμοπυλών ορυζώνες) απορροφούσε τη δυναμική δεκάδων χωριών σπαρμένων στον κάμπο ειδικευμένων στην αγροτική οικονομία.

Ε! Λοιπόν με τον Εμφύλιο η μικρή αστική και κυρίως μεγαλοαστική Λαμία βρέθηκε στις παρυφές των αντιμαχομένων. Συχνά τις νύχτες που δεν ησύχασαν ποτέ από τους ήχους των όλμων και των οπλοπολυβόλων, δεν γνωρίζαμε ποιος από τους δύο αντιπάλους είχε διασπάσει ένα νοητό σύνορο. Τότε δημιουργήθηκε ένα μεταναστευτικό τσουνάμι εσωτερικής αιμορραγίας. Ολόκληρα χωριά κάηκαν, άνθρωποι ξεριζώθηκαν, περιουσίες και ζωντανά απαλλοτριώθηκαν και ανθρώπινες περηφάνιες ταπεινώθηκαν.

Η πόλη μου μεγάλωσε πληθυσμιακά σε δύο χρόνια. Στην αρχή, οικογένειες πριν από λίγο αυτάρκεις, πλούσιες σε ελέη του Θεού, στριμώχτηκαν σε παράγκες στις παρυφές της πόλης. Τσίγκινες στέγες και κουρελούδες για πορτοπαράθυρα. Εκεί γιατροί από την Ευρυτανία, δικηγόροι, καθηγητές, ταμειακοί υπάλληλοι μέσα στη λασπουριά με πρώην ξυλοκόπους, ποιμένες και δασοφύλακες, τώρα χωρίς δουλειά, χωρίς μισθό, με μωρά παιδιά και εγκύους γυναίκες.

Πολύ λίγοι από αυτούς γύρισαν στα χωριά τους μετά το τέλος της αδελφοσφαγής. Θυμάστε κάτι σεβαστικούς γέροντες με παχύ στριφτό μουστάκι στα Χαυτεία, έξω από το Ρεξ, στους σταθμούς των υπεραστικών να πουλάνε λαχεία; Ε! Λοιπόν ήταν πρώην νοικοκυραίοι, τσοπαναραίοι, ξυλοκόποι και αγρότες των ορεινών επαρχιών.

Τα έσοδα από τα λιγοστά λαχεία έτρεφαν γυναίκα και νύφες και εγγόνια, γιατί συνήθως ο γιος ή είχε περάσει στις ανατολικές χώρες ή είχε καταδικαστεί και περίμενε και αυτός το δέμα του ή ήταν εξορία.

Αγαπητοί συνέλληνες, κάθε φορά που βλέπετε στις οθόνες σας τους πρόσφυγες αλλά και τους οικονομικούς μετανάστες που φτάνουν με σαπιοκάραβα στις ακτές μας και ζητούν άσυλο, να αισθάνεστε καθέναν από αυτούς σαν συγγενή. Σαν μικρασιάτη πρόσφυγα, μετανάστη στην Αμερική, στη Γερμανία και στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου και σαν πολιτικό πρόσφυγα στην Τασκένδη.

Αυτοί οι άνθρωποι στο πετσί τους ξανααφηγούνται την «Οδύσσεια». Περνάνε Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες, Σκύλλα και Χάρυβδι και πρέπει να αποφύγουν πολλές Κίρκες και Σειρήνες.