Η «Λυσιστράτη» του Μιχαήλ Μαρμαρινού περιοδεύει ανά την Ελλάδα (σήμερα αναμένεται στην Ανδρο) και μαζί της περιοδεύει μοιραία το κοινό αίσθημα για την πρωταγωνίστρια της παράστασης. Είναι ηθοποιός ή ο εαυτός της; Υποδύεται την ηρωίδα του Αριστοφάνη ή υποδύεται την Κιτσοπούλου που υποδύεται τη Λυσιστράτη; Η περσόνα που αγαπάμε να μισούμε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη της γενιάς της κατοχυρώθηκε στη φεστιβαλική συνείδηση και αυτού του καλοκαιριού με έναν ρόλο που φαινομενικά της ταιριάζει γάντι. Η Λένα Κιτσοπούλου που δεν σέβεται τα όσια και ιερά της θεατρικής αναπαράστασης και καταναλώνει περισσότερες ανατροπές απ’ όσες επιτρέπει ο σκηνικός καθωσπρεπισμός εμφανίζεται ως Λυσιστράτη, με κοθόρνους από εκείνους που φοράει και στην καθημερινότητά της, ζητώντας από τις συμπολεμίστριές της «αποχή από το σεξ». Ούτε σε δικό της σενάριο να έπαιζε.

Στην περίπτωσή της οι επιθετικοί προσδιορισμοί μοιάζουν να ξεπερνούν ακόμη και τον προβλεπόμενο πληθωρισμό για να αποδώσουν τη δραστηριότητα πάνω και κάτω από το σανίδι. Ανατρεπτική, προκλητική, εκρηκτική, κιτς, ανεξέλεγκτη, απροσάρμοστη. Την ίδια στιγμή τα τόσα επίθετα μοιάζουν λίγα για μια περφόρμερ που γνωρίζει πώς να ελίσσεται ανάμεσα στην τέχνη της πρόκλησης και την πρόκληση της τέχνης. Μέχρι σήμερα έχει μεταμορφώσει μια ηρωίδα του Ξενόπουλου σε Εϊμι Γουάινχαουζ («Χαίρε νύμφη»), έχει παρουσιάσει τον Αθανάσιο Διάκο σαν ρατσιστή ιδιοκτήτη σουβλακερί του 21ου αιώνα και έχει βάλει την Κοκκινοσκουφίτσα να βαριέται τη ζωή της, έτοιμη να παρατήσει το παραμύθι, τη γιαγιά και το αναθεματισμένο καλαθάκι της. Παράλληλα, η μαθήτρια της Γερμανικής Σχολής και απόφοιτη του Θεάτρου Τέχνης πέρασε από το Αμόρε του Χουβαρδά, συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Βογιατζή (στη «Νύχτα της κουκουβάγιας»), έχει κερδίσει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω» με τη συλλογή διηγημάτων «Νυχτερίδες» (ακολούθησαν οι «Μεγάλοι δρόμοι» και το «Μάτι του ψαριού»), αλλά και το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1997 («Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο» του Δημήτρη Αθανίτη). Μόλις τον περασμένο χειμώνα ανέβασε την «Εντα Γκάμπλερ» στο Ομπερχάουζεν, κοντά στο Ντύσελντορφ, και έφτασε ώς τη Μαδρίτη στο αφιέρωμα για τους νέους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Αφετηρία πάντως για τη θεατρική Λένα Κιτσοπούλου είναι ακόμη ο μονόλογος της «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.Σ.», με ηρωίδα μια γυναίκα σε ελεύθερη πτώση.

Οι άσπονδοι φίλοι και εχθροί θα έλεγαν ότι είναι γεννημένη για το θέαμα είτε ανεβαίνοντας στη σκηνή είτε σε ένα αυτοσχέδιο πάλκο, όπως αυτό που έστησε με τον Γιάννο Περλέγκα στην Πανόρμου για να τραγουδήσουν ρεμπέτικα από το 2013 έως πέρυσι. Ακόμη κι εκεί βέβαια ήταν τα «ρεμπέτικα της Κιτσοπούλου», έτσι όπως η ίδια τα φιλτράρισε αφήνοντας να φανεί –από τις λίγες φορές –το προσωπικό αίσθημα.

Στις φιλίες που αντέχουν μέσα στον χρόνο (και μέσα στον χώρο) μετράει εκείνη με τον Νίκο Καραθάνο. Η Κιτσοπούλου εμφανίζεται εμβόλιμα στον «Βυσσινόκηπό» του και επιμελείται δραματουργικά το «Δεκαήμερο», εκείνος ενσαρκώνει τη μάνα στον «Ματωμένο γάμο» που σκηνοθετεί η Κιτσοπούλου. Για χάρη του φίλου της θα γράψει και τον εμβόλιμο μονόλογο της αγάπης στην εξαιρετική «Γκόλφω» του, επιτρέποντας ακόμη μία χαραμάδα στην «πανοπλία» της ατσαλάκωτης και αποστασιοποιημένης περσόνας: «Είναι η αγάπη φονικό που ζωντανό σε αφήνει. Είναι η αγάπη ξενιτιά που παίρνει το παιδί σου, μα κάθε μέρα καρτερεί μη και γυρίσει πίσω… Αγάπη είναι ν’ αγαπάς όποια πληγή σού ανοίγει. Αγάπη είναι η μοναξιά που πρέπει στον καθένα. Αγάπη είναι να κοιτάς την πόρτα ολοένα. Αγάπη είναι να μιλάς στα φύλλα και στα δέντρα, στις πέτρες, στα τριαντάφυλλα, στους τοίχους, στα ταβάνια».

Και η μανιέρα, θα αναρωτηθεί κανείς; Ακόμα κι αυτή είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της Κιτσοπούλου. Οι ηθοποιοί που βγαίνουν από τον ρόλο, τα επιθετικά ξεσπάσματα, τα μικρόφωνα επί σκηνής, οι σκηνές βιασμού, οι μάσκες, το μεταμοντέρνο ύφος της αποδόμησης που οδηγεί σε τίτλους όπως ο περίφημος πλέον «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις», που ανέβηκε στο Παλλάς.

Κι αν όλα αυτά κρύβουν έναν πληγωμένο εγωισμό που πρέπει να επουλώσει τα τραύματά του μέσω της επανάληψης, της συχνότατης συμμετοχής στο Φεστιβάλ Αθηνών και του πληθωριστικού θεάματος; Αν, όπως έχει δηλώσει η Λένα Διβάνη, «τα εργαλεία της Κιτσοπούλου είναι τα εργαλεία ενός παιδιού όταν αρχίζει να ζητάει την προσοχή σου»; Μόλις πρόσφατα ο Μιχαήλ Μαρμαρινός τόνιζε στις συνεντεύξεις του για τη «Λυσιστράτη» ότι η Κιτσοπούλου είναι παρεξηγημένη, επειδή κατά βάθος κρύβει έναν «ντροπαλό» άνθρωπο. Προφανώς χτύπησε μια ευαίσθητη φλέβα, καθώς η ίδια η ηθοποιός εξομολογούνταν πριν από ημέρες στο «ΒΗΜΑgazino» και τον Γιώργο Νάστο: «Οταν είμαι ντροπαλή, είμαι επειδή σέβομαι κάθε περιβάλλον στο οποίο εισέρχομαι, με την έννοια ότι πριν ανοιχτώ, πριν εκθέσω τον εαυτό μου, πρώτα αφουγκράζομαι και παρατηρώ. Δεν μου αρέσει να μπουκάρω σε έναν χώρο προσπαθώντας να επιβληθώ. Ούτε θέλω να ανταποκριθώ σε χαρακτηριστικά που ενδεχομένως οι άλλοι μού έχουν αποδώσει ή θέλουν να βλέπουν σε εμένα».