Ηταν, λέει, μια λύση ανάγκης. Εμαθε γι’ αυτή λίγο μετά το 2000, όταν στη βασική του τέχνη, τη ζωγραφική, πρόσθεσε κι εκείνη του γραπτού λόγου. Κάπως έτσι η προσπάθειά του να βρει παραδοσιακό χρηματοδότη για το έργο του αποδείχθηκε για τον Γιάννη Πέτσα καταλυτική: «Η πρόσβαση στους μεγάλους εκδότες είναι πολύ δύσκολη» λέει ο εικαστικός και συγγραφέας περιγράφοντας τους βασικούς λόγους που τον έστρεψαν στη μέθοδο της αυτοέκδοσης και που έκτοτε δεν έχει μετανιώσει καθόλου: οι οίκοι γίνονται όλο και πιο απόμακροι, κατά τη γνώμη του. Η υποβολή ενός πονήματος σημαίνει πλέον όχι συζήτηση με τον επιμελητή τους, αλλά συμπλήρωση μιας γραφειοκρατικής αίτησης. Προτιμά το σύστημα όπου ο συγγραφέας συμμετέχει ή καλύπτει τα έξοδα των βιβλίων του, εν προκειμένω του τρίτου με τίτλο «Ελέφαντας σε ξυλοπόδαρα», μέσα από τις υπηρεσίες του βιβλιοπωλείου captainbook.gr. «Ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις, πληρώνεις και έχεις απαιτήσεις» εξηγεί. «Διευκρινίζεις ποιο χαρτί θες, ποιο εξώφυλλο. Ο μεγάλος εκδοτικός λέει “εγώ το κάνω έτσι”. Με την αυτοέκδοση είσαι πιο κοντά στο όνειρό σου».

Δεν μιλάμε εδώ για αυτοδιαχειριζόμενα ή μερακλίδικα εγχειρήματα όπως η Pilotless Press ή τα βιβλία της Τυφλόμυγας. Ούτε μόνο για υπηρεσίες print-on-demand στο στυλ της Λευκής Σελίδας, που μάλλον υποδιαίρεση του φαινομένου συνιστούν. Μιλάμε για μια τάση την οποία ο Πλάτων Μαλλιάγκας και η Λένα Βλασταρά του captainbook.gr εντόπισαν στις απαρχές της κρίσης, όταν μερικοί συγγραφείς απογοητεύονταν επειδή δεν έβρισκαν εκδότη ή δεν καρπώνονταν δικαιώματα. Πλέον, σύμφωνα με τον Μαλλιάγκα, η αυτοέκδοση εφαρμόζεται και από μεγάλους οίκους, σιωπηρά όμως. Από τη μεριά του, το captainbook προσφέρει φανερά από επιμέλεια μέχρι διαφήμιση, με τιμές που κυμαίνονται από 400 ευρώ για εκτύπωση εκατό 200σέλιδων αντιτύπων μέχρι σχεδόν 2.000 ευρώ για χίλια 200σέλιδα αντίτυπα –της διαφήμισης συμπεριλαμβανομένης. Το πρόβλημα είναι ότι στην πιάτσα οι συμφωνίες δεν τηρούνται από όλους: «Εχω ακούσει για οίκο που υποσχέθηκε σε συγγραφέα 1.000 αντίτυπα, με τον όρο ο εκδότης να κρατήσει τα 800» λέει ο Μαλλιάγκας. «Τύπωσε μόνο 50, γλίτωσε τα έξοδα και ανακοίνωσε στον δημιουργό ότι το βιβλίο εξαντλήθηκε, άρα χρειάζεται και δεύτερη έκδοση».

Οι εκδόσεις Οσελότος, με περίπου 600 αυτοεκδόσεις στο ενεργητικό τους, γεννήθηκαν το 2009. Σύμφωνα με την υπεύθυνη Λένα Παντοπούλου, η τάση διαδόθηκε μέσω Διαδικτύου και ενισχύθηκε όταν οι παραδοσιακοί εκδότες δίσταζαν να επενδύσουν σε νέους συγγραφείς. Ο οίκος της παρέχει επίσης όλες τις υπηρεσίες, με κόστος που ξεκινούν από 400 ευρώ περίπου για εκατό 80σέλιδα τεμάχια και ξεπερνούν τα 3.500 ευρώ για 1.000 των 384 σελίδων. Οχι όμως ότι εκδίδεται όποιος και αν πληρώνει: «Δεν δεχόμαστε βιβλία που προωθούν τη βία κατά των γυναικών και την παιδεραστία» λέει η Παντοπούλου, συμπληρώνοντας ότι αμφότερα τα παραδείγματα της έχουν τύχει. Αν τώρα κάποιο βιβλίο απλώς δεν είναι καλό, θα το εκδώσει σε λίγα αντίτυπα και θα συμβουλεύσει με τρόπο τον συγγραφέα να στραφεί αλλού. Αναγνωρίζει πάντως ότι κατώτεροι των περιστάσεων είναι και συνάδελφοί της: «Κάποιοι πληρώνονται για διανομή και το βιβλίο δεν φτάνει ποτέ, πουθενά» επισημαίνει. Η ποιότητα όμως και από τις δύο πλευρές έχει βελτιωθεί: «Ενώ παλιότερα θεωρούνταν ότι στην αυτοέκδοση κατέληγε όποιος δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, τα στάνταρ έχουν ανέβει πολύ».

ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΑΣΗ. Ισως γιατί άλλη μια αιτία της διάδοσής τους είναι αυτή που επισημαίνει ο Γιάννης Κωνστανταρόπουλος: «Οι αυτοεκδόσεις αυξήθηκαν επειδή αυξήθηκαν και όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να γράψουν, ως αποτέλεσμα των ανερχόμενων σεμιναρίων δημιουργικής γραφής» λέει ο πρόεδρος της Ενωσης Ελληνικού Βιβλίου και εκδότης του Μίνωα. Δεν πρόκειται για κακή εξέλιξη –η τάση είναι διαδεδομένη σε όλο τον πλανήτη, λέει, με την Amazon να προσφέρει τεράστιες δυνατότητες. Πλέον υπάρχουν και success stories: ο Στίβεν Κινγκ έχει επιλέξει τη μέθοδο, έστω και για ζητήματα κυρίως οικονομικά, ενώ οι περίφημες «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» της Ε.Λ. Τζέιμς σημείωσαν επιτυχία μόνο αφού εντοπίστηκαν κάπου στις αχανείς εκτάσεις των αμερικανικών αυτοεκδόσεων. Ο Μίνωας προσφέρει επίσης τη σχετική δυνατότητα και ο Κωνστανταρόπουλος εξηγεί γιατί δεν τίθεται δα και τόσο μεγάλο ζήτημα ποιότητας: «Αν το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα είναι καλό, οι μεγάλοι εκδότες θα τον κυνηγήσουν» λέει. «Είναι πολλοί οι συγγραφείς που στην αρχή εκδόθηκαν μόνοι τους και έπειτα καταξιώθηκαν. Κι ας μην το παραδέχονται».

Το λιγότερο βέβαιο από όλα είναι το μέλλον του χώρου: «Στον “Κόσμο του 2050″», λέει ο Κωνστανταρόπουλος τολμώντας μια αναφορά σε βιβλίο που εκδίδει ο οίκος του, «υπάρχει η πρόβλεψη ότι ακριβώς λόγω των τεράστιων δυνατοτήτων να γράψει κανείς τα δικά του βιβλία ή άρθρα, το κοινό θα στραφεί σε επώνυμα προϊόντα». Για τον συγγραφέα Γιάννη Πέτσα, περισσότερο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι «πολλοί μεγάλοι βλέπουμε να κλείνουν», παρά το ότι ο χειμαζόμενος οικονομικά αναγνώστης δεν διαβάζει –«ένα βιβλίο κοστίζει σχεδόν όσο δύο ποτά, επομένως η κρίση είναι μάλλον πρόφαση» λέει. Για τον Πλάτωνα Μαλλιάγκα, η ποιότητα και η επιβίωση του εκδότη δεν έχουν να κάνουν με το ποια εκδοχή υπηρετεί, αλλά με το «πώς αντιμετωπίζει το υλικό του». Αν η κρίση δεν τελειώσει –συμπληρώνει –οι αυτοεκδόσεις, οι οποίες προσελκύουν από ηλικιωμένους συγγραφείς μέχρι 20άρηδες, θα επεκταθούν εις βάρος των παραδοσιακών εκδόσεων και ειδικά των μεταφραστικών εγχειρημάτων των τελευταίων. Για τη Λένα Παντοπούλου, τα πράγματα ίσως ξεκαθαριστούν από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους. «Εδώ που τα λέμε, κι οι δημοσιογράφοι δεν στηρίζετε τις αυτοεκδόσεις» επισημαίνει. «Τους εκδότες όμως τους ανεβάζουν και τους κατεβάζουν και οι συγγραφείς. Με τα χρόνια αποκτούν εμπειρία. Κι έτσι ξέρουν σε ποιον να στραφούν».