Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα το επόμενο εξάμηνο. Ούτε οι ξένοι επενδυτές ούτε οι εγχώριοι επιχειρηματίες ούτε ακόμη η ηγεσία της κυβέρνησης, τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη και η αντιπολίτευση. Πόσω μάλλον οι απλοί πολίτες.

Κάπως έτσι περιγράφουν την κατάσταση κορυφαία στελέχη του επιχειρηματικού κόσμου και των τραπεζών, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να αναδείξουν το περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας στο οποίο καλούνται να λαμβάνουν καθημερινά αποφάσεις οι ίδιοι, οι εργαζόμενοι, οι καταναλωτές, οι φορολογούμενοι και όλοι όσοι έχουν πάρε-δώσε με την ελληνική οικονομία.

Μπορεί να γίνουν (ξανά) πρόωρες εκλογές; Η κυβέρνηση διαρρηγνύει τα ιμάτιά της ότι δεν έχει τέτοια σχέδια. Διαμηνύει, αντίθετα, σε όλους τους τόνους ότι προτίθεται να εξαντλήσει τη θητεία της. Ομως, κάθε άλλο παρά αυτό επιβεβαιώνουν οι κινήσεις της μεταδίδοντας ανάλογα σήματα προς κάθε κατεύθυνση. Υπόσχεται παυσίπονα περιορισμένης δράσης και με περιορισμένη ημερομηνία λήξης (διάρκειας ώς το τέλος του έτους) για τους χαμηλοσυνταξιούχους που επλήγησαν ανεπανόρθωτα από την απώλεια του ΕΚΑΣ. Παρότι η ίδια έχει δεσμευτεί για νέες περικοπές στο ΕΚΑΣ, από τις αρχές του επόμενου έτους, για εκατοντάδες χιλιάδες άλλους συνταξιούχους, μέχρι αυτό να καταργηθεί τελείως για όλους. Δαιμονοποιεί το ΔΝΤ για τις (σκληρές) προτάσεις του στα εργασιακά ενόψει της έναρξης από το φθινόπωρο της δεύτερης αξιολόγησης. Και «αφήνει» ταυτόχρονα πρωτοκλασάτους υπουργούς της να δημιουργούν κλίμα αμφισβήτησης και σύγκρουσης περί των δεσμεύσεων του Μνημονίου για τις ιδιωτικοποιήσεις. Και όμως όλοι γνωρίζουν, και πολύ περισσότερο ο αρμόδιος υπουργός Ενέργειας Πάνος Σκουρλέτης που τάσσεται «φωναχτά» ενάντια στην πώληση του 17% της ΔΕΗ, ότι η ιδιωτικοποίηση αυτή αποτελεί βασικό και αμετακίνητο όρο του τρίτου Μνημονίου. Ακόμη και στο νομοσχέδιο για την οικειοθελή αποκάλυψη των αδήλωτων εισοδημάτων, στο οποίο οι θέσεις των δανειστών ακύρωσαν τα σχέδια για φορολογική αμνηστία, η κυβέρνηση φέρεται να πειραματίζεται εκλογικά. Ενώ ήταν σχεδόν έτοιμο για να κατατεθεί στη Βουλή, το γύριζε πίσω για περαιτέρω επεξεργασία, αφήνοντας αιχμές προς τον αρμόδιο υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο ότι ενέδωσε στη λογική των δανειστών.

Το καλοκαίρι του 2015, ο Τσίπρας οδήγησε τη χώρα σε εκλογές ύστερα από ένα επτάμηνο σίριαλ διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές. Και αφού είχε βάλει την υπογραφή του στο τρίτο Μνημόνιο για το οποίο είχε ψηφίσει Οχι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Ισως τώρα η δεύτερη αξιολόγηση να αποτελεί για την ηγεσία της κυβέρνησης τη μοναδική ευκαιρία να πει το Οχι που δεν είπε τότε. Ελπίζοντας ότι θα μπει ένα φρένο στη δημοσκοπική κατρακύλα του κυβερνώντος κόμματος πριν να είναι πολύ αργά, αφού τους επόμενους μήνες θα πρέπει να εφαρμοστεί μια σειρά από νέες επώδυνες δεσμεύσεις της για τους ψηφοφόρους. Από την εφαρμογή των νέων ενιαίων εισφορών για όλα τα ασφαλιστικά ταμεία ώς τη νέα αύξηση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης τον Οκτώβριο και τις νέες αυξήσεις στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα από την Πρωτοχρονιά του 2017, όλα τα μέτρα είναι καυτές πατάτες στα χέρια της κυβέρνησης. Σε ένα περιβάλλον φορολογικής αφαίμαξης για το σύνολο των φορολογουμένων και επώδυνων ανατροπών στα εργασιακά.

Υπό τις συνθήκες αυτές η «καλύτερη» χειρότερη πρόβλεψη που κάνουν τα στελέχη της αγοράς είναι ότι η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση, αν ξεκινήσει και αν δεν ανακοπεί απότομα για ύψιστους πολιτικούς λόγους, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί σύντομα. Το πρόβλημα είναι οότι όσο διαρκεί η αβεβαιότητα αυτή, κανείς ξένος –ούτε Ελληνας –δεν πρόκειται να επενδύσει στην ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία.