Κωνσταντινούπολη. Συνοικία Ουνκαπανί. Μια ελληνορθόδοξη εκκλησία της Παναγίας. Κάθε πρώτη του μήνα, αλλά και αυτές τις ημέρες της γιορτής, μουσουλμάνοι από όλα τα μέρη της Πόλης έρχονται να προσκυνήσουν. Παίρνουν μαζί τους τάματα και αφιερώματα, σταυρούς και μαντίλες. Για την Παναγία των ορθοδόξων που ακούει, λένε, με ξεχωριστή συμπόνια τους καημούς και τα προβλήματά τους. Οι Τούρκοι την αποκαλούν «Umut Kapisi» («Πόρτα της Ελπίδας») αλλά και «Ay Bir», δηλαδή «Αϊ-Πρώτης» εξαιτίας της μεγάλης προσέλευσης κάθε πρώτη του μηνός. Το ίδιο φαινόμενο και στον Αγιο Γεώργιο τον Κουδουνά. Μουσουλμάνες με τις μαντίλες τους προσκυνούν τις εικόνες και φιλούν το χέρι του ιερέα. Σε τέτοιους καιρούς, η βοήθεια είναι καλοδεχούμενη. Απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Αγκυρα. Γειτονιά Τσανκάγια, στο κέντρο. Πριν από μερικά χρόνια. Το μοντέρνο εστιατόριο γεμάτο –κυρίως με νέους που κάνουν σχέδια για πρόσθετες σπουδές ή ξεκίνημα δουλειάς. Η ώρα 8 μ.μ. Τα φώτα σβήνουν ξαφνικά. Κανείς δεν απορεί. Από κάπου στο βάθος αρχίζουν να ακούγονται μεταλλικοί ήχοι. Η διαμαρτυρία της κατσαρόλας ξεκινά όπως κάθε μέρα. Μια κραυγή των νοικοκυριών για όσα δεν μπορούν να εκφραστούν αλλιώς. Σβηστά φώτα και οικιακά σκεύη που χρησιμοποιούνται ως μέσο αφύπνισης. «Ηχος και φως;» πειράζω τους συνδαιτυμόνες μου. Ηχος και σκοτάδι.

Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη θα πάμε σε ταβερνάκια στις παρόδους της Ιστικλάλ, σε μπαράκια κάτω από τη γέφυρα του Βοσπόρου, όπου μέσα στο ημίφως οι αναπτήρες ανάβουν όταν ακούγονται τραγούδια από τις ταινίες του Γιλμάζ Γκιουνέι, σύμβολα των κοινωνικών αγώνων στην Τουρκία. «Η νεολαία μας διψά για ένα μέλλον με πολλές επιλογές» θα μου πει λίγο αργότερα ο Ορχάν Παμούκ, ο πιο διάσημος σύγχρονος τούρκος συγγραφέας, στο γραφείο του με τη θέα στον Κεράτιο Κόλπο που κόβει την ανάσα.

Πίσω στην Αγκυρα, στα γραφεία της εφημερίδας «Χουριέτ», ο γνώριμος συνδυασμός φωνών, ερωτήσεων, γέλιων και τηλεοράσεων που παίζουν συνεχώς. Στη σύσκεψη δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα, καταλαβαίνω όμως το πάθος για την είδηση, την ανάγκη να βρεθούν τρόποι να ξεπεραστούν εμπόδια, την αγωνία γι’ αυτό που έρχεται, που ακόμα –τότε –φαινόταν ακαθόριστο.

Συζητούσαμε με τους τούρκους συναδέλφους για την Κύπρο, για τις δικές τους εμπειρίες όταν άνοιξαν τα σύνορα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Τους έλεγα για την 93χρονη γιαγιά Μαρία που έφυγε το ’74 από την Κερύνεια «με τα τσαρίκια» γιατί νόμιζε ότι θα επιστρέψει, για τους τούρκους εποίκους που κλείστηκαν στα σπίτια τους, όταν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι οργάνωσαν την πρώτη τους συνεστίαση ύστερα από 30 χρόνια στον περίβολο της εκκλησίας στα Αρόδα. Και μου έλεγαν για την Οζάι στο χωριό Λύση που είχε καθαρίσει το σπίτι της και περίμενε τον ιδιοκτήτη του, τον «δικό της Ελληνοκύπριο», να το δει.

Στο Ντιγιαρμπακίρ η Ζέλια μάς είχε υποδεχθεί μιλώντας σπαστά ελληνικά. Μιλούσε για τις ελπίδες των εκατομμυρίων Κούρδων, για τις διαφωνίες μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν τον πολιτικό αγώνα και εκείνων που πίστευαν στη δύναμη των όπλων. Διπλα της ο 12χρονος Αγκίτ. Οι στρατιώτες είχαν σκοτώσει τον πατέρα του και η μητέρα του ήταν αντάρτισσα στο ΡΚΚ.

Η συγγραφέας Ελίφ Σαφάκ αναρωτιόταν πρόσφατα: «Τι θα κάνουμε εμείς οι δημοκράτες Τούρκοι; Που δεν θέλουμε ούτε τους πραξικοπηματίες αλλά ούτε και τον αυταρχισμό της κυβέρνησης». Αναρωτιέμαι τι να κάνουν οι δημοκράτες Τούρκοι. Οι γυναίκες που πιστεύουν σε μια ανώτερη δύναμη και την αναζητούν όχι μόνο στη θρησκεία τους. Τα νοικοκυριά που έσβηναν το φως στην Αγκυρα για να διαμαρτυρηθούν. Οι νέοι που έπιναν ρακές στο Ταξίμ και ονειρεύονταν ελευθερίες. Οι δημοσιογράφοι που αναζητούσαν αλήθειες και τώρα συλλαμβάνονται μαζικά. Οι Τουρκοκύπριοι που σήμερα ανησυχούν για μια πιθανή προσάρτηση. Οι Κούρδοι που διεκδικούν την ταυτότητά τους. Αναρωτιέμαι πώς είναι να ζει κανείς στην σημερινή Τουρκία. Και να είναι δημοκράτης. Αναρωτιέμαι.

Η ιστορία είναι ανάλγητη με αυτούς που εγκαταλείπει. Και μπορεί να γίνει εξίσου ανάλγητη με αυτούς που τη φτιάχνουν.