Το μήνα αυτόν τον Αύγουστο τον κάθομαι στην πόλη. Πάει καιρός που κάθε νησί, κάθε βουνό αυτές τις μέρες πλημμυρίζει από ανθρώπους της πόλης που μεταφέρουν, εκτός απ’ τον ταλαιπωρημένο εαυτό τους, και όλες της συνήθειες του άστεως, αλλά και φωνές, ρακέτες, πλαστικά μπουκάλια, χάρτινα κυπελλάκια του καφέ, και τελευταία, τάμπλετ.

Πολλά τάμπλετ και κινητά που φωτογραφίζουν φεγγάρια, κυπαρίσσια, καλλίπυγα κοράσια, ηλιοκαμένους νεαρούς με φέτες τους κοιλιακούς, πιατέλες με αστακομακαρονάδες, ακρογιαλιές δειλινά προτού καν όλα αυτά προλάβουν να τους πλανέψουν.

Δεν τους αφορά το τοπίο, η θάλασσα, η παρέα, ο σύντροφός τους, εκείνο που τους τρελαίνει είναι η φωτογράφισή του.

Βγάζουν τόσες φωτογραφίες που για να τις δουν δεν θα τους φτάνει όλη τους η ζωή.

Στην παραλία φέτος, παρότι πήγα Ιούλιο για ν’ αποφύγω τον συνωστισμό, ζήτημα αν είδα δυο, τρεις το πολύ, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ολοι με το κινητό ή το τάμπλετ. Στην ταβέρνα δε, στην ερώτηση του εποχικού σερβιτόρου:

–Τι θα πάρετε;

Απαντούν αμέσως:

–Εχετε γουάι φάι; Τον κωδικό. Τον κωδικό.

Δεν ξέρω τι ακριβώς διακόπτουμε τον Αύγουστο.

Δεν θέλω να παρεκτραπώ σε ποιητικές ατραπούς, αλλά επειδή με παρέσυρε το σχόλιο στα «ΝΕΑ» της Τετάρτης του Δημήτρη Δουλγερίδη, θα το τολμήσω.

Νομίζω (πήγα να γράψω «Θαρρώ» αλλά μην το παρακάνουμε) πως καταπώς λέει κι ο Μεγάλος Αλεξανδρινός…

Το έργον των Θεών διακόπτομεν εμείς

τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.

Κοίταγα την αποβάθρα στο νησί που «πύρωνε θείος Ιούλιος μήνας» και παρ’ όλο το πλήθος που περίμενε το πλοίο της επιστροφής σαν κάποιος να ‘σβησε τον ήχο στο τελευταίο πλάνο των διακοπών.

Δεν έχω δει τόσο πολλούς ανθρώπους μόνους.

Ηταν για αυτό που τους περίμενε στην πόλη;

Ηταν γιατί κι αυτές οι διακοπές δεν είχαν αυτό που περίμεναν να ζήσουν;

Μπορεί και τα δύο.

Αλλά και κάτι άλλο. Αλαλο κι ανείπωτο. Κάτι που τελευταία έχει κατακάτσει σαν το κατακάθι του ελληνικού καφέ της παρηγοριάς.

Μια γεύση στυφή, ένα αιωρούμενο αίσθημα εγκατάλειψης, σαν την εικόνα της μάντρας που έκανε προπόνηση η ολυμπιονίκης μας σημαδεύοντας έναν σκουριασμένο θερμοσίφωνα.

Κι όμως αυτό το κορίτσι μπόρεσε να σταθεί πέρα και πάνω απ’ αυτά. Είναι ό,τι περισσότερο έχω θαυμάσει, για να μην πω το μόνο, τον τελευταίο τον καιρό.

Αλλά εμείς μπορούμε; Θα μπορέσουμε ποτέ να μετατρέψουμε αυτό το γκρέμι σε εφαλτήριο που θα μας εκτινάξει στον έναστρο ουρανό του δικού μας θέρους.

Δεν είμαι σίγουρος.

Εσείς;

Σ’ εσάς μιλάω.

Δεν απαντάς.

«Ω εσύ, υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου,

αδελφέ μου».