Ο Ταλλεϋράνδος είχε δίκιο: το λάθος στην πολιτική είναι συνήθως χειρότερο από έγκλημα. Και είναι χειρότερο είτε το αναγνωρίζει κανείς είτε όχι, είτε το βαφτίζει αλλιώς είτε το αμπαλάρει με λεκτικές ακροβασίες για να τον πνίξει στον βερμπαλισμό του. Την εποχή που το αξίωμά του τον υποχρέωνε να τοποθετείται δημοσίως, ο Κώστας Καραμανλής είχε αναγνωρίσει πολλές φορές τα λάθη του. Οι πιο παρατηρητικοί θα θυμούνται ότι στις ομιλίες του έφερνε την ανοικτή παλάμη του στο στήθος για να τονίσει όχι τόσο την προσωπική του ευθύνη αλλά ότι ήταν αρκετά γενναίος πολιτικά για να την αναλάβει. «Ναι, κάναμε λάθη» επαναλάμβανε. Το λάθος όμως που παραδεχόταν ο τότε πρωθυπουργός ήταν μόλις ένα: «Δεν προχωρήσαμε αρκετά γρήγορα τις μεταρρυθμίσεις».

Σχεδόν μια δεκαετία από τότε ξέρουμε ότι το λάθος των κυβερνήσεων Καραμανλή δεν ήταν αυτό –ή τέλος πάντων δεν ήταν το μεγαλύτερο. Ξέρουμε ότι το λάθος που ήταν χειρότερο από έγκλημα ήταν ο διπλασιασμός των δημόσιων δαπανών με αποτέλεσμα να φουσκώσει το έλλειμμα όπως θα φούσκωνε η ανεξέλεγκτη χρήση μαγιάς το ψωμί στον φούρνο. Το ξέρουμε όλοι; Οχι ακριβώς. Δεν θέλουν να το ξέρουν οι αυτοαποκαλούμενοι καραμανλικοί. Κάποιοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί. Οι πάσης φύσεως συνωμοσιολόγοι εντός και εκτός πολιτικής. Και ο σημερινός Πρωθυπουργός, στο αντιμεταπολιτευτικό αφήγημα του οποίου δεν βρήκε ποτέ θέση η περίοδος 2004 – 2009.

Είναι ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων, το οποίο ο Βαγγέλης Βενιζέλος περιέγραψε προ ημερών πολύ γλαφυρά. Είναι ένα σύστημα που αρνείται να μάθει από τα λάθη του –είτε αναγνωρίζει τα λιγότερο σημαντικά από αυτά που έχει κάνει είτε τα βαφτίζει αυταπάτες. Ακόμη χειρότερα, είναι ένα σύστημα πρόθυμο και απολύτως έτοιμο να συνεχίσει το έγκλημα. Κάτι που θα δοκίμαζε ακόμη και τις πολιτικές αντοχές του Ταλλεϋράνδου.