Εκείνο το απόγευμα στη Σεούλ οι κάμερες ερωτοτροπούσαν με έναν κολυμβητή, τον Ματ Μπιόντι. Ηταν ο λαμπερός, ο γοητευτικός, η ντίβα της πισίνας. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988 οι μεγάλες δυνάμεις είχαν συνθηκολογήσει άτυπα και ο ψυχρός πόλεμος είχε γίνει θερμός έρωτας.

Με το δίκιο τους λοιπόν οι κάμερες να φλερτάρουν αδιάντροπα με τον πιο ψηλό, τον πιο ωραίο, τον πιο δυνατό, τον Αμερικανό που είχε βάλει στόχο να πνίξει στην πισίνα το ρεκόρ του Μαρκ Σπιτς.

Ηταν τα 100 μέτρα πεταλούδα και ο Μπιόντι έβλεπε πλάι του με καχυποψία το Αλμπατρος, τον Γερμανό Μίχαελ Γκρος, φοβούμενος μη και του αρπάξει την μπουκιά από το ράμφος.

Ούτε που πρόσεξε δυο βατήρες δίπλα έναν μικρόσωμο μιγάδα που τον παρατηρούσε με δέος.

Οι κολυμβητές έπεσαν στο νερό, άνοιξαν τα χέρια τους σαν τεράστιες πεταλούδες και άρχισαν να φτεροκοπούν προς τη δόξα. Ο Μπιόντι βιαζόταν να τελειώσει κι αυτό και να κρεμάσει ακόμα ένα χρυσό μετάλλιο στη συλλογή του.

Οταν τερμάτισαν, ο αμερικανός υπερκολυμβητής κοίταξε πρώτα τον φωτεινό πίνακα και έπειτα με μάτια κόκκινα από την απορία και το χλώριο αναζήτησε τον νικητή: ήταν εκείνος ο μικρόσωμος μιγάς από το Σουρινάμ που δεν είχε ξεκολλήσει τα μάτια πάνω από τον Μπιόντι: ο Αντονι Νέστι!

Τώρα οι κάμερες είχαν βρει άλλον εραστή της πισίνας να αγαπήσουν: τον ένα και μοναδικό χρυσό ολυμπιονίκη της άλλοτε Ολλανδικής Γουιάνας.

Κι αν το Παραμαρίμπο, πρωτεύουσα του Σουρινάμ, το είχαμε ακούσει από τα ταξίδια του «καπετάνιου» της αθλητικής δημοσιογραφίας, του Γιώργου Αρκουλή, το 1988 το μάθαμε και από έναν κολυμβητή

Ενας «Μπιόντι» δεν βούτηξε ποτέ σε πισίνα Ολυμπιακών Αγώνων με το ελληνικό εθνόσημο στο μαγιό. Υγροί στοιχειωμένοι δρόμοι οδηγούσαν πάντα στο «είναι πια αργά». Αυτή η αίσθηση της αποτυχίας μάς ακολουθεί χρόνια τώρα δίνοντας έναν αέρα μυθιστορηματικό στην ασήμαντη κολυμβητική ιστορία μας. Πάντα στην Ελλάδα οι διακρίσεις και τα βάθρα είναι προορισμένα για μας, αλλά από μια παρανόηση ή απρονοησία συνήθως παίρνουμε τη λάθος κατεύθυνση.

Μια χώρα τυλιγμένη από θαλασσινή αλμύρα να βγάζει τόσο «άνοστους» κολυμβητές. Μια χώρα βαμμένη στο μπλε του πελάγους να ντύνεται στα μαύρα κάθε καλοκαίρι μετρώντας δεκάδες πνιγμούς.

Κι αν δεν αναδύθηκαν ταλέντα και ταλέντα από τις πισίνες: ο Χαράλαμπος Παπανικολάου, η Ελλη Ρουσάκη, η Σοφία Δάρρα, ο Ηλίας Δρυμωνάκος, η Ελένη Αυλωνίτου. Ομως ταλέντα μέχρι για να μην πνιγούν. Για Ολυμπιακούς Αγώνες μιλάμε πάντα.

Τη Δευτέρα, ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, ο Σπύρος Γιαννιώτης θα βουτήξει στα θολά νερά του Ρίο για να πιάσει τον σταυρό της ελληνικής κολύμβησης: ένα μετάλλιο επιτέλους σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ο Γιαννιώτης έχει αποδείξει ότι στο δειλινό του αθλητικού βίου του μπορεί να δει την ανατολή περιπατώντας επί των υδάτων. Είθε!