Ο κόσμος συγκινείται με την Ομάδα των Προσφύγων στο Ρίο, γράφει στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» ο Ρότζερ Κόεν. Και πώς αλλιώς; Είναι θαρραλέοι άνθρωποι. Εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας όχι μια καλύτερη ζωή, αλλά την ίδια τη ζωή. Γενικά μιλώντας, δεν επιλέγεις να γίνεις πρόσφυγας επειδή έχεις επιλογή αλλά επειδή δεν έχεις επιλογή. Ναι, ο κόσμος συγκινείται με την Ομάδα των Προσφύγων. Και εντούτοις, δεν συγκινείται με τους πρόσφυγες. «Πεθαίνουν στη θάλασσα. Πεθαίνουν κλεισμένοι στο πίσω μέρος ενός φορτηγού. Πεθαίνουν ανώνυμοι. Φράχτες υψώνονται, τείχη συζητούνται. Αφίσες τούς διαβάλλουν. Αποτελούν κίνδυνο και απειλούν με αναταραχή. Είναι παράσιτα. Τους κλείνουν σε απάνθρωπες φυλακές σε απομακρυσμένα νησιά του Ειρηνικού. Λένε πως κινδυνεύει ο “ευρωπαϊκός πολιτισμός” – διαβάστε, η Χριστιανική Ευρώπη. Λένε πως θέλουν να κάνουν ξανά τις ΗΠΑ σπουδαίες – διαβάστε, θέλουν να κάνουν ξανά τις ΗΠΑ λευκές».

Τα (ακρο)δεξιά πολιτικά κόμματα, συνεχίζει ο Ρότζερ Κόεν, ευδοκιμούν καθιστώντας τους αποδιοπομπαίους τράγους. Κανείς δεν θέλει τους πρόσφυγες. Θα μπορούσαν να είναι τρομοκράτες ή βιαστές. Περιμένουν σε κέντρα υποδοχής. Οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν να δεχθούν τουλάχιστον 10.000 σύρους πρόσφυγες το τρέχον οικονομικό έτος. Τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια, είχαν δεχθεί περίπου 1.900. Είναι ένας αριθμός εξευτελιστικά μικρός. Περίπου 4,8 εκατομμύρια Σύροι έχουν εγκαταλείψει την πατρίδα τους από όταν ξεκίνησε ο πόλεμος.

«Μια δυτική χώρα, η Γερμανία, έχει δείξει πολιτικό θάρρος ανάλογο προς την πρόκληση ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες της. Εχοντας φτάσει στο παρελθόν στο άκρον άωτον της αχρειότητας, ξέρει πώς να αναγνωρίσει μια ηθική επιταγή».

Ο κόσμος αγαπάει την Ομάδα των Προσφύγων – την κολυμβήτρια και τον κολυμβητή από τη Συρία, τους δύο τζουντόκα από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τον μαραθωνοδρόμο από την Αιθιοπία, τους πέντε δρομείς από το Νότιο Σουδάν. Ναι, ας χειροκροτήσουμε την ομάδα αυτή στο Ρίο, την πρώτη του είδους της, αλλά όχι με κενά λόγια, όχι για να ανακουφίσουμε τις συριακές μας συνειδήσεις, σημειώνει ο Ρότζερ Κόεν. Αγωνίζονται σήμερα υπό την ολυμπιακή σημαία. Θέλουν τη σημαία μιας πατρίδας. «Θέλουμε να στείλουμε ένα μήνυμα ελπίδας για όλους τους πρόσφυγες στον κόσμο μας» είπε ο Τόμας Μπαχ, ο πρόεδρος της ΔΟΕ. Θα μείνει κανείς να θυμάται όμως έπειτα από τις φανφάρες;

Δύο κατευθύνσεις. Ο κόσμος τραβιέται προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Η δύναμη της παγκοσμιοποίησης, της νομαδικής ανθρωπότητας, του χωρίς σύνορα κυβερνοχώρου, έχει γεννήσει μια εξίσου ισχυρή αντιδύναμη εθνικισμού, απομονωτικής πολιτικής και αντιμεταναστευτικού φανατισμού. Οι δύο αυτές τάσεις παραμένουν σε μια τεταμένη ισορροπία. Η εξύμνηση της Ομάδας των Προσφύγων και η συκοφάντηση των προσφύγων συνυπάρχουν. Πώς γίνεται; Είναι το παλιό αξίωμα: Οχι στη δική μου αυλή. «Γινόμαστε καλύτεροι και γινόμαστε χειρότεροι την ίδια στιγμή» είπε στον αρθρογράφο των «Νιου Γιορκ Τάιμς» ο γνωστός μυθιστοριογράφος Πολ Οστερ. «Και με την ίδια ταχύτητα». Του θύμισε τα λόγια του φίλου του, Φριτς Στερν, του γερμανικής καταγωγής αμερικανού ιστορικού που πέθανε τον περασμένο Μάιο: «Γεννήθηκα σε έναν κόσμο στα πρόθυρα μιας αποφευκτής καταστροφής. Το εύθραυστο της ελευθερίας είναι το απλούστερο και βαθύτερο μάθημα της ζωής και του έργου μου». Η ελευθερία δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στον αποκλεισμό και το μίσος, καταλήγει ο Κόεν. Είναι ένα οικουμενικό ανθρώπινο δικαίωμα. «Η Βραζιλία και η ΔΟΕ επέτρεψαν στον κόσμο να ρίξει μια κλεφτή ματιά στην ανθρώπινη φύση και τα όνειρα κάθε πρόσφυγα. Ισως, τελικά, να γινόμαστε καλύτεροι ταχύτερα από ό,τι γινόμαστε χειρότεροι, και τα φράγματα να συνεχίσουν να σπάνε – αλλά όχι μόνο με τα λόγια».