The Project Syndicate

Το είδος της λαϊκιστικής δυσαρέσκειας που τροφοδότησε το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε άνοδο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κάτι που σημαίνει ότι έχει χαθεί από τον ορίζοντα των πολιτικών ο βασικός στόχος του ευρωπαϊκού σχεδίου: η εξασφάλιση της ευμάρειας για όλους τους Ευρωπαίους. Οπως το έθετε η πρώτη έκθεση για την ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών το 1990, «ο λαός είναι ο πραγματικός πλούτος ενός κράτους». Ο καλύτερος τρόπος για να κεφαλαιοποιηθεί αυτός ο πλούτος είναι μέσω της κοινωνικής ισότητας. Ο Αμάρτια Σεν σημειώνει στο εξαιρετικό του δοκίμιο «Η ιδέα της δικαιοσύνης» [στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις] ότι πραγματική δικαιοσύνη δεν συνιστά η ίση μεταχείριση για όλους αλλά η άνιση μεταχείριση προς όφελος των φτωχών και των λιγότερο προνομιούχων. Η απόλυτη ισότητα στην οικονομία ή το δίκαιο δεν είναι αρκετή όταν δεν λαμβάνουμε υπόψη μας τα διαφορετικά σημεία εκκίνησης των ξεχωριστών ατόμων και των κοινωνικών ομάδων. Αναγνωρίζοντας αυτό ακριβώς, οι εκθέσεις του ΟΗΕ για την ανάπτυξη που συντάχθηκαν μετά το 1990 επισήμαιναν ότι τόσο οι οικονομίες όσο και οι κοινωνίες είναι πιο ισχυρές όταν η ευμάρεια τίθεται ως πρώτη προτεραιότητα. Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν έχει κυριαρχήσει ακόμη στην ελίτ της ΕΕ όπου διαμορφώνεται η πολιτική. Σε αυτούς τους κύκλους καλόπιστοι οικονομολόγοι και πολιτικοί πιστεύουν συχνά ότι κάνουν το σωστό μειώνοντας τους προϋπολογισμούς της υγείας, της εκπαίδευσης και των υποδομών για να εξισορροπήσουν τα δημόσια οικονομικά. Αυτοί οι πολιτικοί, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν εμπειρικά στοιχεία, πιστεύουν ότι η δημοσιονομική σύνεση σήμερα θα οδηγήσει σε μια πιο ισχυρή οικονομία αύριο.

Αυτή είναι η σκέψη πίσω από το μείγμα της τρέχουσας πολιτικής στην Ευρώπη όπου η δημοσιονομική λιτότητα σε συνδυασμό με τις «δομικές μεταρρυθμίσεις» μεταφράζεται σε μικρότερες δαπάνες για το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και λιγότερη ρύθμιση για την προστασία των εργαζομένων. Φυσικά, το κόστος αυτής της πολιτικής το πληρώνουν περισσότερο οι φτωχοί και η μεσαία τάξη.

Τα προβλήματα. Υπάρχουν, όμως, και άλλα προβληματικά σημεία σε αυτή την προσέγγιση. Πρώτον, δεν είναι κατάλληλη για τα εισοδήματα των περισσότερων ανθρώπων. Οταν ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Τόνι Ατκινσον εξέτασε τις επιδόσεις της βρετανικής οικονομίας μέσα από το πρίσμα της ανισότητας (κι αυτό το έκανε για τη δεκαετία του 1980 που γενικά θεωρείται δυνατή σε όρους ανάπτυξης), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ενώ τα πράγματα ήταν εμφανώς καλύτερα για την ισότητα τη δεκαετία του 1990, η οποία θεωρείται μια δεκαετία μικρής ανάπτυξης.

Από τα ευρήματα του Ατκινσον τίθεται ένα ερώτημα: Ποιος ωφελείται από την ανάπτυξη, οι πολλοί ή οι λίγοι; Εάν μπορεί να ειπωθεί για μια οικονομία ότι αναπτύσσεται όταν μια μικρή μειονότητα παίρνει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών ενώ όλοι οι άλλοι κερδίζουν τα ίδια ή χάνουν, τότε η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης έχει χάσει το νόημά της.

Σε αυτήν την περίπτωση οδηγούμαστε σε ένα δεύτερο πρόβλημα. Και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι βάζουμε αφηρημένους οικονομικούς δείκτες πάνω από τους πραγματικούς ανθρώπους. Επειδή το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είναι το αγαπημένο μέτρο όλων των οικονομικών αξιών, πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ανθρώπινη ευημερία αγνοούνται, ενώ οι δαπάνες σε βασικές ανάγκες, όπως είναι η υγεία και η εκπαίδευση, θεωρούνται ακριβές αντί να θεωρούνται ουσιαστικές επενδύσεις.

Εάν έβλεπαν οι πολιτικοί αυτές τις δαπάνες ως επενδύσεις, θα μπορούσαν να αρχίζουν να σκέφτονται πώς θα μεγιστοποιούσαν τα κέρδη. Θα μπορούσαν να αρχίζουν να σκέφτονται πώς θα δώσουν περισσότερες ευκαιρίες στους φτωχούς και να πιστεύουν ότι η επένδυση σε αυτές τις ευκαιρίες φέρνει μεγαλύτερη ανάπτυξη. Το 1944 στην Αμερική ο νόμος που έγινε γνωστός ως GI Bill είχε πολύ θετικά αποτελέσματα επειδή έδωσε βάρος στην κατάρτιση αυτών που την είχαν ανάγκη. Ο νόμος δημιούργησε μια πιο καταρτισμένη εργατική δύναμη και αποτέλεσε το πρώτο βήμα μιας περιόδου αύξησης των εισοδημάτων για τους περισσότερους Αμερικανούς. Ενα άλλο πρόβλημα με την τρέχουσα προσέγγιση είναι ότι ο βασικός στόχος δεν είναι η πλήρης απασχόληση.

Επιστροφή στο παρελθόν. Εχει έρθει η ώρα να επιστρέψουμε στις μακροοικονομικές πολιτικές του 1950 και του 1960 όταν οι κυβερνήσεις αναγνώριζαν τα οφέλη της πλήρους απασχόλησης στην κοινωνική σταθερότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Οπως έχει αποδειχθεί από τα σκανδιναβικά μοντέλα, η υψηλή απασχόληση είναι καλή για την οικονομία επειδή εξασφαλίζει υψηλά φορολογικά έσοδα για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών επενδύσεων, γεγονός που δημιουργεί έναν ενάρετο κύκλο. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες όμως έχουν πέσει σε έναν φαύλο κύκλο, με τις πολιτικές λιτότητας να επιδεινώνουν το πρόβλημα της νεανικής ανεργίας. Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να αλλάξουν τρόπο σκέψης και να βάλουν τους ανθρώπους πρώτα. Οι κυβερνήσεις που θέτουν ως κεντρικό τους στόχο να μεγιστοποιήσουν την ανθρώπινη ευημερία δεν ενθαρρύνουν μόνο την ανάπτυξη, αλλά ενισχύουν και τις πιο υγιείς πολιτικές.