Ο κύβος ερρίφθη την περασμένη Δευτέρα: την ημέρα εκείνη το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας αποφάσισε ότι πρέπει να διεξαχθεί δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Αυτό που μένει να αποφασιστεί είναι η ακριβής ημερομηνία της διεξαγωγής, κάπου μέσα στο φθινόπωρο. Στο μεταξύ, θα πρέπει να απαντηθεί μία σειρά από ερωτήματα. Το ένα είναι σε τι ακριβώς θα απαντήσουν οι ιταλοί ψηφοφόροι: θα εκφράσουν τη γνώμη τους για μια συνταγματική μεταρρύθμιση τις λεπτομέρειες της οποίας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι γνωρίζουν ή την άποψή τους για την κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι; Το δεύτερο ερώτημα ξεπερνά τα ιταλικά σύνορα: θα είναι το ιταλικό δημοψήφισμα το επόμενο που θα κάνει άνω – κάτω την Ευρώπη μετά το βρετανικό;

Οπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις και ακόμη περισσότερο σε αυτή την περίπτωση, τα πάντα εξαρτώνται από το αποτέλεσμα. Γιατί ο Ματέο Ρέντσι έχει συνδέσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με την πολιτική επιβίωση του ιδίου και της κυβέρνησής του. Ασφαλώς δεν ήταν αυτό που ονειρευόταν τον Φεβρουάριο του 2014 όταν αναλάμβανε την εξουσία με ένα εσωκομματικό πραξικόπημα που θα έκανε περήφανο τον Μακιαβέλι. Τότε, ο 39χρονος Ρέντσι δεν είχε επισημάνει μόνο ότι ήταν ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της μεταπολεμικής Ιταλίας, αλλά και ότι ήταν ο τέταρτος πρωθυπουργός της χώρας του τα τελευταία τρία χρόνια.

Οι σταθερές κυβερνήσεις –όχι μόνο η δική του αλλά και οι επόμενες –έγιναν ένας από τους βασικούς στόχους του. Δύο χρόνια μετά ο στόχος μπορεί να αποδειχθεί πολύ φιλόδοξος. Οχι επειδή ο ίδιος ο Ρέντσι έχει ξεμείνει από πολιτικό κεφάλαιο, αλλά επειδή στο δημοψήφισμα οι Ιταλοί μπορεί να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι σε μια πολιτική από την οποία ο ίδιος θέλει να τους απαλλάξει και σκοντάφτει στις Βρυξέλλες. Ενα Οχι για το οποίο η υπουργός των Μεταρρυθμίσεων Μαρία Ελενα Μπόσκι είπε ότι θα έδειχνε ασέβεια στο Κοινοβούλιο, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ακριβώς κάτω από αυτό το πρίσμα: ως αποδοκιμασία της ιταλικής κυβέρνησης και της ίδιας της Ευρώπης και όχι ως διαφωνία με το ψαλίδισμα των εξουσιών της ιταλικής Γερουσίας.

Επομένως, όταν ο Ματέο Ρέντσι έλεγε ότι αν χάσει το δημοψήφισμα θα παραιτηθεί, μπορεί να έκανε το ίδιο λάθος που έκανε και ο Ντέιβιντ Κάμερον όταν υποσχόταν ότι θα κάνει δημοψήφισμα για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ. Γιατί ο σεισμός που θα προκληθεί στην Ευρώπη από μια αρνητική ψήφο μπορεί να μην είναι ακριβώς ίδιας έντασης, αλλά θα είναι οπωσδήποτε ισχυρός. Ο λόγος είναι ότι το Οχι, θεωρείται βέβαιο ότι θα ανοίξει τον δρόμο σε νέες εκλογές. Και το κόμμα που φαίνεται να κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στην ιταλική πολιτική σκηνή είναι το ευρωσκεπτικιστικό λαϊκιστικό κίνημα του Μπέπε Γκρίλο.

Ο εφιάλτης της οικονομίας. Ολα αυτά τα εξόχως πολιτικά συμβαίνουν σε ένα οικονομικά δυσοίωνο περιβάλλον: το τραπεζικό σύστημα υφίσταται τεράστιες πιέσεις καθώς ακούγονται φήμες ακόμη και για κούρεμα των καταθέσεων. Φήμες που μπορεί να γίνουν πραγματικός εφιάλτης αν η Monte dei Paschi, η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, δεν καταφέρει να ανακεφαλαιοποιηθεί μέσω της αγοράς όπως σχεδιάζει και καταφύγει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αν στο παραπαίον τραπεζικό σύστημα προστεθούν η αργή οικονομική ανάπτυξη και το χρέος που συνεχίζει να αυξάνεται, τότε προκύπτει ένα μείγμα που μπορεί να τινάξει τη χώρα στον αέρα και μαζί με αυτήν ολόκληρη την ευρωζώνη. Ακόμη και αν αυτό είναι το πιο ακραίο σενάριο, ο φόβος παραμένει. Ο ίδιος ο ιταλός πρωθυπουργός επιχειρεί τώρα να υποβαθμίσει το δημοψήφισμα με το επιχείρημα ότι «δεν είναι δημοψήφισμα του Ρέντσι αλλά ένα οποιοδήποτε δημοψήφισμα». Οπως όμως παρατηρεί ο πολιτικός αναλυτής Βιτσέντσο Σκαρπέτα στην «Γκάρντιαν», «μπορεί να είναι πολύ λίγο, μπορεί να είναι πολύ αργά».

Το Si σώζει. Η μόνη ασφαλής οδός για τον Ματέο Ρέντσι και αυτή που θα εξασφαλίσει κάποια ηρεμία στην Ευρώπη περνάει από το δημοψηφισματικό Ναι. Αυτό εξηγεί γιατί ο ιταλός πρωθυπουργός συνδέει ένα ενδεχόμενο Οχι στη συνταγματική μεταρρύθμιση της Ιταλίας με το Οχι του Brexit. «Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση κατά την οποία το Κίνημα Πέντε Αστέρων μπορεί να ηγηθεί αυτής της χώρας» δήλωνε πρόσφατα σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο CNBC. «Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει τι σημαίνει το Οχι. Ξέρουμε πλέον τι σημαίνει από το δημοψήφισμα στη Βρετανία» πρόσθεσε. Κινδυνολογία; Ή η προαναγγελία μιας ακόμη ευρωπαϊκής καταστροφής;