«Η πρεμιέρα ήταν στις 7 Αυγούστου, σε μια κατάμεστη αίθουσα. Η “Αλεπού” έπαιζε τελευταία, ύστερα από άλλες τέσσερις εξαιρετικές ταινίες –ειδικά μια βελγική ήταν καταπληκτική -, αλλά το συγκινητικό κομμάτι μετά την προβολή ήταν ότι ήρθαν δύο μαμάδες και με αγκάλιασαν και είπαν πόσο συγκινήθηκαν. Μια pre-programmer πάλι μου είπε πως όποτε βλέπει την ταινία κλαίει. Τι ειρωνικό, στο σινεμά χαίρεσαι να κάνεις τους άλλους να κλαίνε. Λες να συμβαίνει το ίδιο και στη ζωή;». Κουβεντιάζω με τη σκηνοθέτρια Ζακλίν Λέντζου, που έφυγε προχθές με το πρώτο διεθνές βραβείο της Επιτροπής Νέων (Cinema & Gioventù Jury) του Φεστιβάλ του Λοκάρνο για την μικρού μήκους ταινία της, την «Αλεπού». Με ενημερώνει: «Είναι μια ταινία που διαδραματίζεται στον κενό χρόνο πριν από την επίγνωση και παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές πριν από την καθολική αλλαγή, πριν από την ενηλικίωση. Και ενώ ο πρωταγωνιστής είναι ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Στέφανος, η ενηλικίωση αγκαλιάζει και τα τρία αδέλφια. Εμείς παρακολουθούμε τις τελευταίες στιγμές της παιδικότητάς τους. Αυτό είναι για εμένα το αληθινό δράμα, αυτό ήθελα να εξερευνήσω».

Η Ζακλίν Λέντζου έχει να πει κάτι και για το ελληνικό σινεμά: «Εχω την αίσθηση πως στο εξωτερικό υποδέχονται τον κινηματογράφο μας σαν κάτι φρέσκο και σίγουρα σαν κάτι ιδιαίτερο, δεδομένων των συνθηκών παραγωγής. Δηλαδή, αλλιώς νιώθουν για μια ταινία από την Ελλάδα που γυρίστηκε το 2015 κατευθείαν μετά το δημοψήφισμα και όλον τον πανικό, και αλλιώς για μια ταινία από τη Γαλλία ας πούμε. Οπότε στα μάτια μου υπάρχει μια, ας την πούμε, θετική προκατάληψη, που ως τέτοια με βρίσκει αντίθετη. Γενικά υπάρχει φιλοξενία, αυτό είναι γεγονός. Κανένας κινηματογραφιστής όμως δεν πρέπει να ξεχνά ότι το σινεμά δεν είναι στα φεστιβάλ, ούτε στα βραβεία και στις διακρίσεις, το σινεμά είναι γύρω μας, μέσα μας και πάνω απ’ όλα στις αίθουσες».

Το ελληνικό σινεμά είχε ομολογουμένως την τιμητική του στη διοργάνωση: εκτός από την «Αλεπού», είχαμε και την προβολή σε παράλληλο πρόγραμμα του «Αφτερλωβ» (με πρωταγωνιστές τους Χάρη Φραγκούλη και Ηρώ Μπέζου), το «βάπτισμα» του σκηνοθέτη Στέργιου Πάσχου στο τερέν του μεγάλου μήκους που και αυτό απέσπασε την αντίστοιχη για μεγάλου μήκους διάκριση της Κριτικής Επιτροπής των Νέων. «Το δικό μας σινεμά είναι ένα μεγάλο παζλ –αλλά έτσι δεν συμβαίνει με όλες τις εθνικές κινηματογραφίες; Υπάρχει το σινεμά του Κούτρα, του Οικονομίδη, του Λάνθιμου. Παντού υπάρχει μια ποικιλομορφία, έτσι κι εδώ» απαντά σχετικά και ο Στέργιος Πάσχος που κάθεται απέναντί μου, φρέσκος από τη βράβευση της ταινίας του. «Μπήκαμε μέσα σε μια τεράστια αίθουσα 800 θέσεων που ήταν γεμάτη. Μου κόπηκαν λίγο τα πόδια, δεν είχα ξαναδεί κόσμο σε ταινία μου, είχα μεγάλο άγχος. Αλλά πήγε πολύ καλά. Το χειροκρότημα ήταν ζεστό, έκαναν επίσης πολύ όμορφες ερωτήσεις, καταλάβαινες πως η ταινία τούς αφορούσε. Η επόμενη προβολή έγινε στις εννιά το πρωί της επόμενης ημέρας στην ίδια αίθουσα. Περίμενα πως δεν θα έχει καθόλου κόσμο –κι όμως, 200 άτομα ήταν εκεί που χειροκρότησαν ξανά και έμειναν μέχρι τους τίτλους τέλους. Την επόμενη ημέρα μας είχαν μια τελευταία προβολή σε μικρότερη αίθουσα, όπου έγινε ο χαμός –έμειναν απέξω τουλάχιστον 50 άτομα –και γι’ αυτόν τον λόγο προγραμματίστηκε τελικά και άλλη μια έκτακτη προβολή το μεσημέρι του Σαββάτου».

ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΜΗΔΕΝ. Ο σκηνοθέτης που γύρισε την μικρού προϋπολογισμού ταινία του σε χρόνο μηδέν («όσο θα μου έπαιρνε μια ταινία μικρού μήκους», μου λέει χαρακτηριστικά) δείχνει να εμπιστεύτηκε ορθώς το ένστικτό του, κρίνοντας από το εντυπωσιακό της ντεμπούτο σε ένα, αναντίρρητα, σημαντικό φεστιβάλ. «Τέλειωσα το πρώτο draft του σεναρίου τον Μάιο του 2015 με την πρόθεση να γίνει και με τα λιγότερα χρήματα. Θα μπορούσε να γίνει με 100 χιλιάρικα, αλλά και με 10 –και εγώ ήξερα πως τουλάχιστον 10.000 θα τις βρω, όπως και έγινε. Το συνεργείο σκέψου ήταν πολύ μικρό, 13 άτομα ήμασταν. Μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι του Νίκου Νικολαΐδη και τη γυρίσαμε εκεί, μέσα σε οκτώ ημέρες. Είχαμε συμπληρώσει τα μισά μας γυρίσματα, αλλά αισθάνθηκα πως όλα ήταν τόσο καλά μέχρι εκεί που δεν ήθελα να τους βγάλω από το σπίτι. Σκέψου πως πέταξα και 50 λεπτά από το αρχικό κατ (σ.σ.: η τελική εκδοχή διαρκεί μιάμιση ώρα). Ολη επίσης η ταινία γυρίστηκε χρονολογικά (σ.σ.: δηλαδή, δίχως χρονικά άλματα επί του σεναρίου ανάλογα με τις ανάγκες των γυρισμάτων). Πήγαμε στο γύρισμα με την ανάγκη να ερευνήσουμε κάτι. Δεν ήμασταν εφοδιασμένοι με storyboards ας πούμε. Αλλά ήμασταν μια καλή ομάδα. Στη δεύτερη αφίσα της ταινίας υπάρχουν όλοι όσοι δούλεψαν στο φιλμ. Ακόμα και οι βοηθοί παραγωγής –ο ένας που είχα δηλαδή!».

Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΟΥΛΙΑ. Η Χρυσή Λεοπάρδαλη για ταινία μεγάλου μήκους δόθηκε στο βουλγαρικής παραγωγής «Godless» όπου κι εκεί ακόμα υπάρχει η ελληνική συμβολή καθώς τις διεθνείς πωλήσεις της χειρίζεται η ελληνική Heretic Outreach (όπως και τις διεθνείς πωλήσεις του «Αφτερλωβ»). Τέλος, η IFFS (International Federation of Film Societies) έδωσε ειδική μνεία στη βουλγαροελληνική συμπαραγωγή «Slava» της Κριστίνα Γκρόζεβα και του Πετάρ Βαλτσάνοφ (υπεύθυνοι για το «Μάθημα» που είδαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) ενώ στην επιτροπή του επίσημου Διαγωνιστικού Τμήματος συμμετείχε η Αγγελική Παπούλια. Τέλος, στη διοργάνωση εμφανίστηκαν οι Λουκιανός Μοσχονάς (με το μικρού μήκους «Manodopera») και Χρήστος Μασσαλάς (στο τμήμα της ανάπτυξης σεναρίων των νέων υποσχόμενων δημιουργών απ’ όλον τον κόσμο). Το κινηματογραφικό highlight όμως ήταν η παρουσία του θρυλικού Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι: στο προγραμματισμένο masterclass του (όπου έγινε λαϊκό προσκύνημα) του ζητήθηκε να παντρέψει ένα ζευγάρι θαυμαστών του –και το ‘κανε!