Ο ποιητής Γιώργος Μακρής που αυτοκτόνησε το 1968 πνιγόταν από το βάρος της κληρονομιάς του παρελθόντος. Νέος, ως εκπρόσωπος ενός Συνδέσμου Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων (ΣΑΣΑ), που ο ίδιος επινόησε για την περίσταση, διεκδικούσε την ανατίναξη του Παρθενώνα, επειδή «μας έχει πνίξει». Ο Μακρής θεωρούσε ότι η κληρονομιά πνίγει τη δημιουργικότητα στο παρόν, ότι κάνει τις κοινωνίες οκνηρές, επαναπαυμένες σε κάποιες δάφνες οι οποίες στην ουσία δεν τους ανήκουν –τις χρησιμοποιούν για να κρύψουν την απραξία ή την αδυναμία τους στο παρόν.

Το κόμπλεξ ανωτερότητας με τα κόκαλα των προγόνων είναι συστατικό των εθνικισμών. Αλλά η σύγχρονη ελληνική Αριστερά μάς έμαθε ότι έχει κι αυτή προγόνους. Και χθες ο Αλέξης Τσίπρας ξαναθυμήθηκε ένα αίτημα που προωθούσε η παλαιά του φίλη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου.

Περσινή ιστορία. Αλλά χρησιμοποιώντας την εκ νέου, ο Πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης που ανέβηκε στην εξουσία δίνοντας ανέφικτες, ψεύτικες υποσχέσεις, πιεσμένος από τη δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει η διακυβέρνησή του, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο στρέφοντας το βλέμμα του κόσμου από το άθλιο παρόν στο ηρωικό παρελθόν –της θυσίας και της αντίστασης, με τα οποία η αιωνίως θυματοποιημένη Αριστερά επιχειρεί να ταυτίζεται.

Τι μπορεί να ελπίζει από το παρελθόν της ηρωικής θυσίας ο τυμβωρύχος πολιτικός ηγέτης; Κατά τους νομικούς, τίποτα. Οι σύμμαχοι (και η Ελλάδα), μετά τον Πόλεμο, επέλεξαν να βοηθήσουν την κατεστραμμένη Γερμανία να ανακάμψει. Τα διεθνή δικαστήρια (απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, Γερμανία εναντίον Ιταλίας, το 2012 στην οποία παρενέβη και η Ελλάδα) αλλά και τα εθνικά (απόφαση 6/2002 του Ειδικού Ανώτατου Δικαστηρίου) αναγνώρισαν το προνόμιο της ετεροδικίας για τη Γερμανία. Αρα;

Αρα, ο Αλέξης Τσίπρας φτιάχνει μια ακόμα χαμένη από χέρι διεκδίκηση, αυτή τη φορά στραμμένη στο παρελθόν –εκεί όπου υπάρχουν ηρωισμός, μάρτυρες, θυσία και προαιώνιοι εχθροί. Αναμένεται η επόμενη δήλωση όπου γερμανοί πολιτικοί θα εξομοιώνονται με Ναζί. Οπου δεν υπάρχει ελπίδα, υποδαυλίζεται εντέχνως το μίσος.